Επιστήμονες ανακάλυψαν την έκτη βασική αίσθηση που μπορεί να ανιχνεύσει η ανθρώπινη γλώσσα – αφορά το λίπος των τροφών.
Επί μακρόν οι ειδικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να ανιχνεύσει μόνο τέσσερις βασικές γεύσεις: τη γλυκιά, την πικρή, την ξινή και την αλμυρή. Στη συνέχεια το 2000 εντοπίστηκαν στη γλώσσα ειδικοί κάλυκες που ανιχνεύουν μια πέμπτη γεύση, η οποία ονομάστηκε ουμάμι (umami).
Η γεύση ουμάμι περιγράφεται ως πικάντικη γεύση ζωμού ή κρέατος, που δίνει αίσθημα πληρότητας. Η νοστιμιά της οφείλεται στο όξινο γλουταμινικό νάτριο το οποίο προστίθεται στα τρόφιμα ως βελτιωτικό γεύσης.
Η αίσθηση των μορίων του λίπους
Τώρα αμερικανοί ερευνητές εντόπισαν έναν χημικό υποδοχέα στους κάλυκες της γλώσσας ο οποίος αναγνωρίζει μια έκτη αίσθηση – τα μόρια του λίπους. Οι επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις ανακάλυψαν μάλιστα ότι η ευαισθησία στη συγκεκριμένη γεύση διαφέρει μεταξύ των ανθρώπων. Όπως σημειώνουν, το νέο εύρημά τους μπορεί να εξηγήσει για ποιον λόγο κάποια άτομα καταναλώνουν περισσότερες λιπαρές τροφές: λόγω μειωμένης ευαισθησίας δεν αντιλαμβάνονται τι τρώνε! Ετσι, ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας αυξάνοντας την ευαισθησία κάποιων ατόμων στα λιπαρά των τροφίμων που καταναλώνουν.
Οι ειδικοί είδαν συγκεκριμένα ότι τα άτομα που εμφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα του υποδοχέα CD36 ήταν σε θέση να ανιχνεύουν ευκολότερα την ύπαρξη λιπαρών στις τροφές. Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι παραλλαγές ενός γονιδίου που κωδικοποιεί για τον υποδοχέα CD36 κάνουν το άτομο περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητο στο λίπος των τροφών.
Σύνδεση με την παχυσαρκία
Όπως ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης καθηγήτρια Νάντα Αμπουμράντ «απώτερος σκοπός μας είναι να κατανοήσουμε πώς η αντίληψη του κάθε ατόμου σχετικά με το λίπος των τροφών μπορεί να επηρεάσει τις διατροφικές επιλογές του καθώς και τις ποσότητες τροφής που καταναλώνει». Η καθηγήτρια προσέθεσε ότι «αυτό που πρέπει να προσδιορίσουμε στο μέλλον είναι εάν η ικανότητα ανίχνευσης των λιπαρών στις τροφές επηρεάζει την πρόσληψη λίπους, γεγονός που σαφώς θα έχει επίδραση στην παχυσαρκία».
Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Lipid Research» έδειξε ότι άτομα που εμφάνιζαν 50% χαμηλότερα επίπεδα του υποδοχέα CD36 παρουσίαζαν οκτώ φορές μικρότερη ευαισθησία στην παρουσία λιπαρών στο φαγητό.
2 στους 10 με γονιδιακή ευαισθησία στην παχυσαρκία
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ποσοστό ως και 20% του πληθυσμού φέρει μια παραλλαγή του γονιδίου η οποία συνδέεται με την παραγωγή χαμηλότερων επιπέδων του υποδοχέα, με αποτέλεσμα να εμφανίζει και μικρότερη ευαισθησία στην παρουσία λίπους στις τροφές. Τα άτομα αυτά λοιπόν φαίνεται ότι είναι πιο επιρρεπή στην παχυσαρκία.
Η δρ Γιανίνα Πεπίνο που συμμετείχε στη μελέτη τόνισε ότι «εάν λάβουμε υπόψη μας τα αποτελέσματα στα ζώα μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά οδηγεί σε μικρότερη παραγωγή τουCD36, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να κάνει το άτομο λιγότερο ευαίσθητο στη γεύση του λίπους. Τα αποτελέσματά μας μαρτυρούν ότι τα παχύσαρκα άτομα παράγουν μικρότερες ποσότητες της πρωτεΐνης CD36. Ετσι φαίνεται λογικό ότι μπορούν να τροποποιηθούν οι ποσότητες της πρωτεΐνης που παράγει ένα άτομο, τόσο μέσω της γενετικής όσο και μέσω της διατροφής».
Επί μακρόν οι ειδικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να ανιχνεύσει μόνο τέσσερις βασικές γεύσεις: τη γλυκιά, την πικρή, την ξινή και την αλμυρή. Στη συνέχεια το 2000 εντοπίστηκαν στη γλώσσα ειδικοί κάλυκες που ανιχνεύουν μια πέμπτη γεύση, η οποία ονομάστηκε ουμάμι (umami).
Η γεύση ουμάμι περιγράφεται ως πικάντικη γεύση ζωμού ή κρέατος, που δίνει αίσθημα πληρότητας. Η νοστιμιά της οφείλεται στο όξινο γλουταμινικό νάτριο το οποίο προστίθεται στα τρόφιμα ως βελτιωτικό γεύσης.
Η αίσθηση των μορίων του λίπους
Τώρα αμερικανοί ερευνητές εντόπισαν έναν χημικό υποδοχέα στους κάλυκες της γλώσσας ο οποίος αναγνωρίζει μια έκτη αίσθηση – τα μόρια του λίπους. Οι επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις ανακάλυψαν μάλιστα ότι η ευαισθησία στη συγκεκριμένη γεύση διαφέρει μεταξύ των ανθρώπων. Όπως σημειώνουν, το νέο εύρημά τους μπορεί να εξηγήσει για ποιον λόγο κάποια άτομα καταναλώνουν περισσότερες λιπαρές τροφές: λόγω μειωμένης ευαισθησίας δεν αντιλαμβάνονται τι τρώνε! Ετσι, ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας αυξάνοντας την ευαισθησία κάποιων ατόμων στα λιπαρά των τροφίμων που καταναλώνουν.
Οι ειδικοί είδαν συγκεκριμένα ότι τα άτομα που εμφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα του υποδοχέα CD36 ήταν σε θέση να ανιχνεύουν ευκολότερα την ύπαρξη λιπαρών στις τροφές. Στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι παραλλαγές ενός γονιδίου που κωδικοποιεί για τον υποδοχέα CD36 κάνουν το άτομο περισσότερο ή λιγότερο ευαίσθητο στο λίπος των τροφών.
Σύνδεση με την παχυσαρκία
Όπως ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης καθηγήτρια Νάντα Αμπουμράντ «απώτερος σκοπός μας είναι να κατανοήσουμε πώς η αντίληψη του κάθε ατόμου σχετικά με το λίπος των τροφών μπορεί να επηρεάσει τις διατροφικές επιλογές του καθώς και τις ποσότητες τροφής που καταναλώνει». Η καθηγήτρια προσέθεσε ότι «αυτό που πρέπει να προσδιορίσουμε στο μέλλον είναι εάν η ικανότητα ανίχνευσης των λιπαρών στις τροφές επηρεάζει την πρόσληψη λίπους, γεγονός που σαφώς θα έχει επίδραση στην παχυσαρκία».
Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Lipid Research» έδειξε ότι άτομα που εμφάνιζαν 50% χαμηλότερα επίπεδα του υποδοχέα CD36 παρουσίαζαν οκτώ φορές μικρότερη ευαισθησία στην παρουσία λιπαρών στο φαγητό.
2 στους 10 με γονιδιακή ευαισθησία στην παχυσαρκία
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ποσοστό ως και 20% του πληθυσμού φέρει μια παραλλαγή του γονιδίου η οποία συνδέεται με την παραγωγή χαμηλότερων επιπέδων του υποδοχέα, με αποτέλεσμα να εμφανίζει και μικρότερη ευαισθησία στην παρουσία λίπους στις τροφές. Τα άτομα αυτά λοιπόν φαίνεται ότι είναι πιο επιρρεπή στην παχυσαρκία.
Η δρ Γιανίνα Πεπίνο που συμμετείχε στη μελέτη τόνισε ότι «εάν λάβουμε υπόψη μας τα αποτελέσματα στα ζώα μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά οδηγεί σε μικρότερη παραγωγή τουCD36, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να κάνει το άτομο λιγότερο ευαίσθητο στη γεύση του λίπους. Τα αποτελέσματά μας μαρτυρούν ότι τα παχύσαρκα άτομα παράγουν μικρότερες ποσότητες της πρωτεΐνης CD36. Ετσι φαίνεται λογικό ότι μπορούν να τροποποιηθούν οι ποσότητες της πρωτεΐνης που παράγει ένα άτομο, τόσο μέσω της γενετικής όσο και μέσω της διατροφής».