Είμαστε όλοι μετανάστες.
Αυτό δεν είναι κάποιο από τα αγαπημένα λαϊκίστικα συνθήματα της αριστεράς. Δεν είναι σύνθημα. Είναι μια ιστορική πραγματικότητα που τείνουμε να ξεχνάμε καθώς είμαστε ένας λαός σκοπίμως λοβοτομημένος με τα κέντρα της ιστορικής μνήμης του να έχουν πειραχτεί.
Μπορεί να διαφωνείτε με τον όρο λαός, ελπίζω όμως να συμφωνήσετε με το ανιστόρητο της κατάστασής του.
Γιατί οι Έλληνες είναι ένας λαός μεταναστών. Είναι βαρύ να χαρακτηρίζεις ένα έθνος μεταναστών ξενοφοβικό, όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβαίνει αλλά γιατί κάτι τέτοιο, στο βαθμό που συμβαίνει, δείχνει την ορθότητα της πρώτης διατύπωσης: Οι Έλληνες μοιάζουν με παλιά κασέτα που έχει σβηστεί πολλαπλές φορές και έχει πολλαπλές εγγραφές. Εξ’ ου και η παραγόμενη κακοφωνία τους σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους. Είμαστε λαός μεταναστών. Όχι μόνο επειδή είμαστε μεταναστευτικός λαός. Αλλά επειδή ιστορικά δεινά μας έσπρωχναν μακριά ή μας επανέφεραν πίσω σε αυτό το χώρο που ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά μας φορτία και πρόσημα πολλοί από μας συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε ως πατρίδα
Με τη μικρασιατική καταστροφή και τις ανταλλαγές πληθυσμών έρχονται στην εναπομείνασα Ελλάδα περίπου 1,5 εκατομμύριο Ελλήνων προσφύγων κυρίως από την Μικρά Ασία και τον Πόντο, οι περισσότεροι από τους οποίους ευρισκόμενοι σε κατάσταση πενίας.
Τα ακραία βιοτικά φαινόμενα που προκύπτουν, δυσχεραίνουν το βίο πρωτίστως των προσφύγων αλλά και δευτερευόντως των «ντόπιων» κατοίκων. Η ελίτ της εποχής βρίσκει μια εξαιρετική ευκαιρία για φτηνό εργατικό δυναμικό χωρίς απαιτήσεις χτυπώντας την υπάρχουσα εργατική τάξη. Λόγω των ακραίων κατά τόπους βιοτικών συνθηκών, στερεότυπα και προκαταλήψεις αναπτύσσονται κατά των προσφύγων, προκαταλήψεις που η άρχουσα τάξη για προφανείς λόγους ηδονίζεται να ενισχύει. Ας ρίξουμε μια ματιά σε μια από της ιστορικές αφηγήσεις για την εποχή:
«Με το που πάτησαν το πόδι τους στις ελληνικές ακτές, οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου ήρθαν αντιμέτωποι με την πιο άγρια και στυγνή εκμετάλλευση από το κεφάλαιο, το οποίο είδε σε αυτούς ένα ιδιαίτερα ευάλωτο και χειραγωγήσιμο εργατικό δυναμικό, που καταναγκασμένο από τις ανάγκες της άμεσης επιβίωσης, θα ήταν έτοιμο να δεχθεί οποιασδήποτε όρους και συνθήκες εργασίας.
Ταυτόχρονα, οι εργοδότες προσέβλεπαν στο πλεονάζον προσφυγικό εργατικό δυναμικό προκειμένου να ξεφορτωθούν –ή τουλάχιστον να εξουδετερώσουν- ένα περισσότερο έμπειρο και μαχητικό προλεταριάτο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέσα από τους εργατικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου…
Το γεγονός δεν πέρασε ανεκμετάλλευτο από τους εργοδότες, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερη ευρηματικότητα στην αξιοποίηση των όποιων εθνικών-πολιτισμικών διαφορών μεταξύ τους, με σκοπό τη διάσπαση της ταξικής τους ενότητας»…
Δεν ήταν όμως αυτός ο μόνος αντίπαλος που είχε να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ταξικό εργατικό κίνημα τη δεκαετία του 1920.
Καταρχάς, είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις της ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης που δρούσαν μέσα στους συνοικισμούς. Σχεδόν ταυτόχρονα με την άφιξη των προσφύγων, μια νέα «τάξη» εμφανίσθηκε μέσα από τις γραμμές τους, γνωστή και με τον λαοφιλή χαρακτηρισμό «προσφυγοπατέρες» ή «τζορμπατζίδες» (έλληνες πρόκριτοι και γαιοκτήμονες στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα μέλη της νέας αυτής κοινωνικής και οικονομικής «τάξης» ενσωματώθηκαν γρήγορα στο υπάρχον status quo, τοποθετούμενοι σε διευθυντικά πόστα τραπεζικών οργανισμών, Υπουργείων, της ΕΑΠ κ.α. Την ίδια στιγμή που η συντριπτική μάζα των συμπατριωτών τους, δοκιμαζόμενη από την πείνα και τη φτώχεια, πάλευε να λάβει έστω και ένα ελάχιστο μέρος των αποζημιώσεων που δικαιούταν, εκείνοι απολάμβαναν «ειδικής» μεταχείρισης, εξασφαλίζοντας προνομιακά δάνεια από την Εθνική Τράπεζα για την χρηματοδότηση επιχειρήσεων, κλπ. Διαμορφώθηκε έτσι μια «ελίτ» μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών».
Η Ελλάδα έχει μεγάλη ιστορία πουλημένων τομαριών, ή αν θέλετε να το θέσουμε ευγενικότερα, φιλοτομαριστών κάποιοι από τους οποίους προέρχονταν από τα παρελθόντα καθεστώτα και επιβίωσαν παρέχοντας στα νέα καθεστώτα τη «διοικητική τους εμπειρία» και κάποιοι προερχόμενοι από τις νέες συνθήκες πλειοδότησαν εις βάρος των συμπατριωτών για να αποκτήσουν εις βάρους τους προνόμια.
Για τα τομάρια της εποχής χαρακτηριστική, ανατριχιαστική και μάλλον αδιαμφισβήτητη είναι η ιστορική μαρτυρία του εφήβου τότε Ηλία Βενέζη στο βιβλίου του «Το νούμερο 31328»: Έλληνες συνεργάστηκαν με Τούρκους εις βάρος των Ελλήνων των ταγμάτων εργασίας,. Αυτοί οι Έλληνες ήταν όχι μόνο επιστάτες αλλά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη Τούρκων για τις υπηρεσίες που τους προσέφεραν, μεταλλάχτηκαν σε εμπόρους μαύρης εργασίας δημιουργώντας μια μικρή περιουσία από τον ιδρώτα, την αγωνία και το θάνατο των συμπατριωτών τους.
Και η τιμωρία τους; Πολλοί από αυτούς έκλεψαν τα ταξιδιωτικά έγγραφα που οι οικογένειες των κρατουμένων στα τάγματα εργασίας κινήσαν γη και ουρανό για να εξασφαλίσουν και να μπορέσουν να σώσουν τους ανθρώπους τους φέρνοντας τους στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο οι εν λόγω κύριοι επιστάτες-σκλαβέμποροι-προδότες ήρθαν στην Ελλάδα με ένα γερό κομπόδεμα φτιαγμένο από το αίμα και τα οστά συμπατριωτών τους. Αφού συνεργάστηκαν με τον Τούρκο αξιωματικό και γαιοκτήμονα θα τους ήταν σχεδόν ευχάριστο να συνεργαστούν με τον Έλληνα εργοδότη, εις βάρος πάλι των συμπατριωτών τους, προσφύγων και μη.
Νέο μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων θα προκύψει από την ισοπέδωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή και τις ακραίες βιοτικές συνθήκες που αυτή επέβαλε. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εγκαταλείπουν τη χώρα τους για μια καλύτερη ζωή. Μετά τον εμφύλιο έχουμε νέο κύμα Ελλήνων προσφύγων, αυτή τη φορά πολιτικών που θα φύγουν προς κομμουνιστικές χώρες.
Τη δεκαετία του 1950 και του 1960 όπου και συμβαίνει το φαινόμενο του λεγόμενου «Ελληνικού οικονομικού θαύματος» έχουμε ένα νέο φαινόμενο μετανάστευσης: Την εσωτερική μετανάστευση, η οποία συνδέθηκε με την όποια βιομηχανική ανάπτυξη αλλά κυρίως με το κατασκευαστικό όργιο της εποχής. Οι Έλληνες αφήνουν τους τόπους τους, τον άφθονο ζωτικό τους χώρο και καταφτάνουν κυρίως στην πρωτεύουσα και την συμπρωτεύουσα. Δουλειά, πτυχία και η ηλίθια ικανοποίηση του να αποκτήσουν ένα, δύο και περισσότερα διαμερίσματα στις πολυόροφες τρόγλες-κλουβιά που μολύνουν και σήμερα το αστικό τοπίο.
Οι Έλληνες έχουν πέσει για μια ακόμη φορά θύμα εργασιακής εκμετάλλευσης. Για μια ακόμη φορά μετανάστες στον τόπο τους. Δε φαίνεται να τους νοιάζει. Τα λεφτά και οι προοπτικές είναι καλά. Το φαινόμενο που περιγράφεται με τον σχεδόν κωμικό όρο αστυφιλία συνεχίζεται και τις επόμενες δεκαετίες, ενθαρρυνόμενο από την κεντρική πολιτική ηγεσία και την εργοδοσία. Οι Έλληνες βρίσκονται παγιδευμένοι στις μεγαλοπούλεις που’ χτήσαν με τα χέρια τους. Η δομή και κατανομή του Ελληνικού πληθυσμού αλλάζει δραματικά. Τα 7/10 του ελληνικού πληθυσμού βρίσκονται εγκλωβισμένα στα αστικά κέντρα. Η Αθήνα τερατοποιείται. Μια νέα αστική τάξη έχει δημιουργηθεί. Η (βι)αστική τάξη, χωρίς συνείδηση, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς κουλτούρα, χωρίς βαθειά παιδία, χωρίς όραμα, μεταφέροντας τις κοινοτικές της συνήθειες στο βίο του άστυ. Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη προλάβει να γίνει κοινωνία.
Μια τάξη με πτυχία, με λεφτά αλλά χωρίς παιδεία που αφού έχει γίνει αντικείμενο εργατικής εκμετάλλευσης και εκμαυλισμού θα αποτελέσει ένα ωριμότατο φρούτο για την πολιτική της εκμετάλλευση.
Οι Έλληνες, μετανάστες και εσωτερικοί μετανάστες στη συντριπτική πλειοψηφία τους, θα παράγουν μια εκτρωματική κουλτούρα. Ξορκίζοντας τις ουλές της οξείας πείνας του παρελθόντος θα εφεύρουν την κουλτούρα του νεοπλουτισμού, σμίγοντας τον αμερικάνικου τύπου καπιταλισμό με λαϊκίστικα ξέφτια, σε απόλυτο εναρμονισμό με την κουλτούρα που παρήγαγε και διέπνεε την πολιτική ηγεσία της εποχής…
Στα τέλη της δεκαετίας του 80, η πτώση του ανατολικού μπλοκ φέρνει μια νέα φουρνιά προσφύγων Ποντίων καθώς αυτοί γίνονται ανεπιθύμητοι από τη νέα πολιτική τάξη χωρών της πρώην ΕΣΣΔ.
Η σχετικά βίαια μετακίνησή τους παράγει για μια ακόμη φορά συνθήκες εκμετάλλευσης. Αυτή τη φορά Ελληνικές πρεσβείες θα βρουν τρόπο εύκολου πλουτισμού «ελληνοποιώντας» μαζί με τον μεγάλο όγκο των όντως Ελλήνων Ποντίων προσφύγων και μη ελληνικά στοιχεία, μερικά (τονίζω τη λέξη μερικά) από τα οποία είναι συνδεδεμένα με οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα των χωρών καταγωγής τους…
Η ένταξη της χώρας αρχικά στην Ε.Ε και έπειτα στην ΟΝΕ και η άνευ όρων αποδοχή όλων των συνθηκών θα κάνει την Ελλάδα ανάμεσα σε άλλα και προαύλιο χώρο σημαντικού τμήματος της παγκόσμιας μετανάστευσης, μια πραγματική χωματερή ανθρώπων. Ένα σημαντικό κλάσμα αυτού του νέου κύματος μετανάστευσης είναι αποτέλεσμα εκμετάλλευσης της από λαθρεμπόρους μαύρης εργασίας και «λευκής» σάρκας, από οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα που μετακινούν ανθρώπινες ψυχές και χώρια ή μαζί με αυτές ή μέσω αυτών, προϊόντα, ναρκωτικά, όπλα…
Οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 αποτελούν την τέλεια ευκαιρία για τη σύσφιξη σχέσεων ανάμεσα στα οργανωμένα δίκτυα και το παραβατικό κομμάτι του ντόπιου κεφαλαίου που θέλει τη μαύρη εργασία για ένα ακόμη κατασκευαστικό όργιο: Αυτό των ολυμπιακών αγώνων.
Μέσα σε μερικούς μήνες το κέντρο της Αθήνας γκετοποιείται. Οι προκαταλήψεις αρχίζουν να φουντώνουν.
Με το πέρας των Ολυμπιακών, μεγάλο κομμάτι της μαύρης εργασίας περνάει υποχρεωτικά για να προσποριστεί στην πλανόδια μικρεμπορία, με άλλα λόγια την προώθηση κυρίως βιομηχανικού στοκ χαμηλής ποιότητας.
Πέρα από τη λαθρεμπορία, κομμάτι των μεταναστών που αντιμετωπίζουν ακραίες βιοτικές συνθήκες εξωθείται από τους ντόπιους και αλλοδαπούς εκμεταλλευτές τους οι οποίοι και τους κρατούν σε ομηρία στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών, στην πορνεία και σε άλλες εγκληματικές δραστηριότητες.
Με τη ραγδαία επιδείνωση των βιοτικών συνθηκών λόγω των εγκληματικών πολιτικών που οδήγησαν στα μνημόνια, η κοινωνική αρμονία σε μεγάλο βαθμό διαρρηγνύεται. Ο θυμός μετατρέπεται σε ξενοφοβία, τα οικονομικά αδιέξοδα οδηγούν σε κοινωνικά αδιέξοδα. Και αυτή τη φορά, το μεγαλύτερο κομμάτι των μεταναστών δεν δείχνουν ούτε την πρόθεση ούτε την ομόνοια να αγωνιστούν για καλύτερες συνθήκες σε αυτό τον τόπο. Μεγάλο κομμάτι τους δεν έχει συνδεθεί με αυτόν τον τόπο. Παραμένουν όμηροι των αφεντικών τους, παγιδευμένοι και απομονωμένοι και επομένως εύκολα στοχοποιήσιμοι από μια προγενέστερη τους κατηγορία μεταναστών: Αυτήν την Ελλήνων μεταναστών, καθώς, όπως έχω τονίσει, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων προήλθαν από εσωτερική ή εξωτερική μετανάστευση και έχουν κάθε δικαίωμα να χαρακτηρίζονται ως μετανάστες στον τόπο τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων μετανάστες τρίτης και τέταρτης γενιάς ενώ καθόλου δε σπανίζουν οι Έλληνες μετανάστες στον τόπο τους πρώτης γενιάς.
Με τα μνημόνια και την παραχώρηση της χώρας στους δανειστές της και στο μεγάλο οικονομικό αλλά και το λιγότερο εμφανές γεωπολιτικό παιχνίδι των καιρών μας δημιουργείται ένα νέο κύμα Ελλήνων μεταναστών, εργατών αλλά και εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού που μεταναστεύουν κυρίως προς άλλες χώρες της Ευρώπης αλλά και προς τις ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία.
Κυρίως στην Ευρώπη και ως είθισται, αυτοί οι μετανάστες του Ευρωπαϊκού νότου θα χρησιμοποιηθούν εν καιρώ κρίσης εκβιαστικά από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ για να τρομοκρατήσουν τους ντόπιους εργαζομένους και να μειωθεί συνολικά το κόστος εργασίας και τα εργασιακά δικαιώματα για τους Έλληνες μετανάστες αλλά και για τους Ευρωπαίους εργαζομένους και να αυξηθούν τα κέρδη των εργοδοτών καθώς και η κεντρική πολιτική ισχύ πάνω στους πληθυσμούς.
Αυτό ήταν πάντα το παιχνίδι της εξουσίας. Δεν έχει αλλάξει ποτέ.
Είναι βαρύ, πολύ βαρύ, να λες τον Έλληνα, κατεξοχήν μετανάστη, ρατσιστή. Τον βρίζεις διπλά.
Η αριστερά δεν είναι αμελής στα ιστορικά της μαθήματα. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ελίτ παράγουν και εκμεταλλεύονται το ρατσισμό. Παρά ταύτα συνεχίζει να κυνηγά το φάντασμα του Ναζισμού, υποβοηθώντας την αναβίωση του που όπως στην αρχική του εκδοχή έτσι και τώρα έχει να κάνει με την εγκατάσταση και με την εκμετάλλευση ακραίων βιοτικών συνθηκών στους πληθυσμούς από τις Ελίτ.
Μοιάζει με το σκύλο που κυνηγά την ουρά του όταν το σκύλο τον κυνηγά αγέλη υαινών. Η αριστερά, με την εξωραϊστική ροζ συνθηματολογία της για την μετανάστευση, παρείχε ασπίδα προστασίας όχι στους μετανάστες, ούτε στους Έλληνες. Παρείχε ασπίδα προστασίας στο κομμάτι του κεφαλαίου, συνήθως εγκληματικών προθέσεων και πρακτικών που εκμεταλλεύτηκε τους μετανάστες. Παρείχε ασπίδα προστασίας στην πολιτική ηγεσία του τόπου που συνεργαζόταν προωθούσε και προωθούνταν από το εγκληματικό κομμάτι του κεφαλαίου. Την πολιτική ηγεσία που χρησιμοποιώντας τους μετανάστες ως μπαμπούλα και εξιλαστήριο θύμα πετσόκοβε σταδιακά εργασιακά και ατομικά δικαιώματα μέχρι να τα αποκεφαλίσει με τα μνημόνια.
Και αυτό το λάθος της αριστεράς φάνηκε σε κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού ως ύποπτο, σκόπιμο, ακόμη και προδοτικό, ως μια ακόμη παραφυάδα των ελίτ. Πρέπει να καταλάβει λοιπόν η αριστερά πως μαζί με την ασύδοτη παρανομία του κεντρικού πολιτικού συστήματος, μαζί με τον καρατζαφερισμό, ήταν και η παλιμπαιδίστικη συνθηματολογία της αριστεράς που αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που σμπρώξαν τον κόσμο στις «καθαρές λύσεις» της Χρυσής Αυγής. Που συνέβαλε στην αναβίωση και την υλοποίηση ενός φαντάσματος το οποίο αυτή και μόνο αυτή το έβλεπε ως υπαρκτό εχθρό.
Ήταν όλο το πολιτικό σύστημα σε όλο το φάσμα του που ξεγέννησε τη Χρυσή Αυγή, όχι ο ελληνικός λαός. Είναι εύκολο να λες τον άλλο ρατσιστή αλλά όταν σε ρωτάει κάποιος «και ποιος διαμόρφωσε τις ακραίες βιοτικές συνθήκες που ευνοούν τις προκαταλήψεις και την κοινωνική δυσαρμονία» να απαντάς πάλι με συνθήματα λες και είσαι οπαδός σε ποδοσφαιρικό παιχνίδι.
Πως θα εμπιστευτεί λοιπόν κάποιος την αριστερά στη μάχη της κατά του εγκληματικού κομματιού του κεφαλαίου όταν ουσιαστικά η συνθηματολογία της με την ιδιαίτερη και αξιέπαινη στοργή της για τους μετανάστες οδήγησε στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα; Στο να χρησιμοποιηθούν οι μετανάστες ως ασπίδα προστασίας για και από τους εκμεταλλευτές τους;
Κύριοι της αριστεράς. Αφήστε τα συνθήματα και τους διωγμούς σκέψης και κάντε αυτό που πρέπει. Κυνηγήστε τους εγκληματίες της οικονομίας της πολιτικής και όχι άμοιρους και παραπλανημένους πολίτες. Αν δεν το κάνετε αυτό, να γνωρίζετε ότι θα χετε συμβάλλει στην αναβίωση της δεκαετίας του 60 με όλες τις εκτροπές της. Και μετά θα κάνετε τη δεκαετία του 2010 συνθήματα για να λέτε και καλά πως είστε αριστεροί.
Οι Έλληνες είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν έθνη μεταναστών. Μπορεί να μην έχει τίποτα άλλο να περηφανευτεί πέρα από αυτό. Και μπορεί να έχει χιλιάδες κουσούρια τα περισσότερα από τα οποία είναι εμφυτευμένα. Το αν ξέχασε ότι είναι μετανάστης ο Έλληνας και επιλέγει να αυτοπροσδιορίζεται πρώτα ως Έλληνας είναι δικό του θέμα και δικό του αναφαίρετο δικαίωμα. Σταματήστε όμως να αποκαλείτε τον μετανάστη Έλληνα ρατσιστή στο όνομα της πολιτικής ορθότητας και της ιδεολογικής νομιμοφροσύνης. Είναι σκέτος παραλογισμός αυτό που κάνετε. Είναι διπλή προσβολή να λέτε τον Έλληνα μετανάστη σωρηδόν ρατσιστή και φασίστα.
Του Πέτρου Αργυρίου (περισσότερα για το συγγραφέα στο προσωπικό του blog
agriazwa.blogspot.com)