Μπροστά
στα κόλπα των «μάγων» μένουμε συχνά με το στόμα ανοιχτό. Εκείνο όμως
που θα έπρεπε να μας εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο το εξαιρετικό ταλέντο
τους όσο οι «τρύπες» της δικής μας αντίληψης τις οποίες εκμεταλλεύονται
για να μας «τη φέρουν»
Ενας επιδέξιος «μάγος» μπορεί να προκαλέσει τον θαυμασμό αλλά και το γέλιο σας. Μπορεί να μαγνητίσει το βλέμμα σας, να κεντρίσει το ενδιαφέρον σας, να σας γεμίσει απορίες. Κυρίως όμως μπορεί να παίξει με το μυαλό σας. Χρησιμοποιώντας ένα σωρό μεθόδους κατορθώνει να εκμεταλλευθεί αδυναμίες του που καλά-καλά δεν ξέρετε ότι υπάρχουν. Και όλα αυτά δεν είναι λόγια του αέρα από κάποιους λάτρεις αυτού του είδους των θεαμάτων. Είναι διαπιστώσεις στις οποίες έχουν καταλήξει οι νευροεπιστήμονες. Ορισμένοι από αυτούς βρίσκουν μάλιστα τα μαγικά κόλπα τόσο άρτια ώστε έχουν αρχίσει να τα χρησιμοποιούν ως «εργαλείο» για να εξερευνήσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους φαίνονται τελικά να... βγάζουν λαγούς από το εργαστήριο αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές ενός από τα πολυτιμότερα όργανα που διαθέτει ο άνθρωπος.
Ο Μάγος Αϊζενχάιμ αυτοσυγκεντρώνεται ακίνητος στη σκηνή. Ολοι τον παρακολουθούν προσηλωμένοι. Ξαφνικά ανοίγει το χέρι και στην παλάμη του φυτρώνει μια μικρή πορτοκαλιά. Το κοινό παραληρεί.
Ε, εντάξει, θα πείτε, αυτή είναι μια σκηνή σε μια ταινία, τα κινηματογραφικά εφέ κάνουν πραγματικά θαύματα. Παρ’ όλα αυτά εκατοντάδες «μάγοι» ανά τους αιώνες βγάζουν περιστέρια και κουνέλια από άδεια καπέλα ή τεμαχίζουν καλλονές οι οποίες στη συνέχεια εμφανίζονται αρτιμελείς επί σκηνής αφήνοντας τους θεατές άφωνους να αναρωτιούνται: Μα πώς γίνεται αυτό;
Οσο και αν σε κάποιους η πεζή πραγματικότητα προκαλεί μια μικρή απογοήτευση, η «μαγεία» των θεαμάτων αυτού του είδους δεν έχει καμία σχέση με τη μεταφυσική. Βασίζεται πάντα σε μια άψογα οργανωμένη στρατηγική και στο ταλέντο του «θαυματοποιού» να μαγνητίζει την προσοχή και να παραπλανά το κοινό του. Δεν είναι τυχαίο ότι στα αγγλικά οι «μάγοι» του είδους λέγονται «illusionists» -δημιουργοί ψευδαισθήσεων.
Ακόμη και το πιο απλό κόλπο με τραπουλόχαρτα «παίζει» με βασικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου σας
Για να στήσουν αυτές τις ψευδαισθήσεις, εκτός από την ταχύτητα των δαχτύλων τους χρησιμοποιούν πολλά τεχνικά μέσα –από λιγότερο ως περισσότερο εξελιγμένα «μηχανήματα», όπως τα κουτιά με διπλούς πάτους ή διάφορες κατασκευές, ως ειδικά εφέ, όπως οι ειδικοί φωτισμοί ή ο καπνός. Το πιο εξελιγμένο –και εκλεπτυσμένο– όπλο τους είναι όμως η θαυμαστή ικανότητά τους να «παίζουν» με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Και μάλιστα χωρίς να έχουν συνήθως καμία σχετική επιστημονική γνώση.
Αυτό ακριβώς ώθησε ορισμένους νευροεπιστήμονες στο να αντλήσουν μυστικά από αυτόν τον «θησαυρό» εμπειρικής σοφίας για να βελτιώσουν τις μελέτες τους. Η Σουσάνα Μαρτίνεθ Κόντε, διευθύντρια του Εργαστηρίου Οπτικών Νευροεπιστημών στο Νευρολογικό Ινστιτούτο Μπάροους στο Φίνιξ της Αριζόνας, είναι μάλλον από τους πλέον «μυημένους» στα μαγικά μυστικά. Μαζί με τον σύζυγό της Στίβεν Μάκνικ, διευθυντή του Εργαστηρίου Συμπεριφορικής Νευροφυσιολογίας στο ίδιο ινστιτούτο, όχι μόνο υπήρξαν από τους πρώτους που εξέτασαν τις τεχνικές των μάγων στον εγκεφαλικό τομογράφο αλλά επιπλέον, για να αποκτήσουν καλύτερη συναίσθηση των πραγμάτων, έμαθαν την ίδια την τέχνη.
«Οταν αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε με τους επαγγελματίες μάγους, συνειδητοποιήσαμε ότι εμείς, ως επιστήμονες, βλέπαμε τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία» λέει μιλώντας στο «Βήμα». «Γι’ αυτό θελήσαμε να μάθουμε πώς θα ήταν 'από μέσα'». Πήγαν λοιπόν για έναν χρόνο σε μια σχολή μάγων και στη συνέχεια έδωσαν εξετάσεις στο «Magic Castle», την Ακαδημία των Μαγικών Τεχνών, όπου και έγιναν δεκτοί ως μέλη –από τους λίγους νευροεπιστήμονες που έχουν ένα τέτοιο «πτυχίο».
Η επιστήμη φυσικά δεν ενδιαφέρεται για το καθαρά «τεχνολογικό» μέρος ενός θεάματος τέτοιου είδους –δηλαδή τα ειδικά εξαρτήματα και τα οπτικά εφέ. Αυτό το οποίο μελετά, με τη συνεργασία ορισμένων επαγγελματιών μάγων και ταχυδακτυλουργών που δέχθηκαν να μοιραστούν με τους ερευνητές τα μυστικά τους, είναι οι οφθαλμαπάτες που πολλοί από αυτούς έχουν επινοήσει και, ακόμη περισσότερο, οι «γνωσιακές απάτες» ή «γνωσιακές ψευδαισθήσεις» όπως τις ονομάζουν. Οι πρώτες ξεγελούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το οπτικό μας σύστημα. Οι δεύτερες επιτελούν το πιο σημαντικό ίσως έργο –χειραγωγούν την προσοχή και τη μνήμη μας με τρόπο στον οποίο συχνά μας είναι αδύνατον να αντισταθούμε.
Οι μάγοι χρησιμοποιούν τον όρο «παραπλάνηση» όταν αναφέρονται στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν την προσοχή των θεατών από μια συγκεκριμένη ενέργεια –όταν, όπως λένε στη «γλώσσα» τους, θέλουν να τους κάνουν να προσέχουν το «αποτέλεσμα» και όχι τη «μέθοδο» που ακολουθούν για να το επιτύχουν. Οπως μας εξηγεί η κυρία Μαρτίνεθ Κόντε, μελετώντας τις πρακτικές τους οι επιστήμονες έχουν διακρίνει δύο είδη αυτής της παραπλάνησης. Η «απροκάλυπτη παραπλάνηση» είναι αυτή στην οποία o μάγος αποσπά το βλέμμα του κοινού από την κίνηση που θέλει να κρύψει, οδηγώντας το κάπου αλλού –είτε δημιουργώντας έναν αντιπερισπασμό, όπως τα λευκά περιστέρια που πετάνε μέσα από ένα καπέλο ή ένας συνεργάτης που εμφανίζεται ξαφνικά στη σκηνή, είτε απλώς ζητώντας από τους θεατές να κοιτάξουν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Η «συγκεκαλυμμένη παραπλάνηση» είναι πιο περίτεχνη και θεωρείται από τους μάγους πολύ πιο «κομψή». Εδώ δεν αποσπάται το βλέμμα: ο θεατής μπορεί να κοιτάζει τη «μέθοδο», όμως δεν τη βλέπει πραγματικά, είναι σαν να είναι «τυφλός» απέναντί της επειδή αυτή διαφεύγει της προσοχής του. Η επιστήμη έχει εντοπίσει και έχει αρχίσει να μελετά τρεις τέτοιου είδους «τυφλώσεις» της προσοχής και της μνήμης μας: την τύφλωση της αλλαγής, την τύφλωση της προσοχής και την τύφλωση της επιλογής. Η τελευταία μάλιστα αποδείχθηκε με ένα πείραμα εμπνευσμένο από τα μαγικά «κόλπα» (βλ. «Ο αόρατος γορίλας»).
«Επίσης» συμπληρώνει η νευροεπιστήμονας «χρησιμοποιούν πολύ έξυπνα αυτό που ονομάζουμε “κοινή προσοχή”, την τάση μας να προσέχουμε ό,τι προσέχουν οι άλλοι». Για παράδειγμα, εξηγεί, όταν ένας μάγος θέλει να κάνει τους θεατές να έχουν το βλέμμα καρφωμένο επάνω του και πουθενά αλλού, κοιτάζει κατά πρόσωπο το κοινό. Αν θέλει να μην τον κοιτάζουν, τότε προσποιείται ότι ο ίδιος κοιτάζει με έντονο ενδιαφέρον κάποιο σημείο ή κάποιο αντικείμενο. «Το κοινό τείνει να κάνει το ίδιο» λέει η ερευνήτρια.
Μετά την προσοχή η μνήμη είναι ίσως η δεύτερη κατά σειρά γνωσιακή λειτουργία που οι μάγοι προσπαθούν να παραπλανήσουν με κάθε τρόπο. Οχι μόνο για να επιτύχουν τα τρυκ τους αλλά και επειδή έτσι εμποδίζουν το κοινό, όταν αργότερα προσπαθήσει να ανασυνθέσει τα όσα έγιναν επί σκηνής, να εντοπίσει τη «μέθοδο». «Ο τρόπος με τον οποίο οι μάγοι χειραγωγούν τη μνήμη μάς έχει εντυπωσιάσει ιδιαίτερα» λέει η ειδικός. Οπως εξηγεί, οι βασικές στρατηγικές που ακολουθούν είναι δύο. Κατ’ αρχήν κατά τη διάρκεια της παράστασης φροντίζουν η προσοχή να μη στρέφεται προς τα κρίσιμα σημεία που αργότερα θα επιτρέψουν την ανασύνθεση των γεγονότων. «Αν δεν αντιληφθείς κάτι, δεν μπορείς φυσικά και να το θυμάσαι» επισημαίνει.
«Δεν σταματούν όμως εδώ» προσθέτει. «Βασίζονται επίσης στη δημιουργία ψευδών αναμνήσεων. Για παράδειγμα, πολύ συχνά, όταν έχουν καλέσει κάποιον θεατή στη σκηνή, συνηθίζουν να του μιλάνε ανακεφαλαιώνοντας, σαν να υπενθυμίζουν τι έχουν κάνει ως εκείνη τη στιγμή. Η περιγραφή αυτή όμως δεν είναι ακριβής». Οπως εξηγεί, υπάρχουν σε αυτήν κάποιες διαφοροποιήσεις, ακριβώς τόσες ώστε να μην υποψιάσουν το κοινό αλλά κρίσιμες ώστε να το επηρεάσουν. Αργότερα, όταν ο θεατής θα προσπαθήσει να κάνει την ανασύνθεση, δεν θα θυμάται τι έγινε πραγματικά: θα θυμάται αυτά που είπε ο μάγος. «Ετσι, με τις δύο αυτές στρατηγικές, δεν υπάρχουν μόνο κομμάτια που λείπουν από το παζλ αλλά και κομμάτια που δεν ταιριάζουν» λέει.
Ενα άλλο, επίσης ισχυρό, εργαλείο γνωσιακής ψευδαίσθησης είναι ο λεγόμενος «απατηλός συσχετισμός». Η ψευδαίσθηση αυτή εκμεταλλεύεται την τάση μας να ακολουθούμε την αρχή του αιτίου και του αιτιατού. Οταν το γεγονός Β έπεται του γεγονότος Α, θεωρούμε ότι το Α προκάλεσε το Β. Οι μάγοι φροντίζουν με ιδιαίτερη τέχνη το γεγονός Α που θα προηγηθεί να μην έχει καμία σχέση με την «αιτία» του γεγονότος Β. Χύνουν για παράδειγμα, χωρίς λόγο, νερό σε ένα μπαλάκι προτού το εξαφανίσουν: αν και το νερό δεν έχει καμία σχέση με την «εξαφάνιση», ο θεατής συσχετίζει εσφαλμένα τα δύο γεγονότα στο μυαλό του. Η «μαγική» αυτή τεχνική χρησιμοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια από νευροεπιστήμονες στη Βρετανία για τον εντοπισμό περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ερμηνεία των αιτιωδών σχέσεων: τα πειράματα έδειξαν ότι ένα κέντρο της βρίσκεται μάλλον στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου.
Η τελευταία ανακάλυψη της Σουσάνα Μαρτίνεθ Κόντε και του Στίβεν Μάκνικ, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «Frontiers of Human Neuroscience», έγινε με τη βοήθεια του Απόλο Ρόμπινς, γνωστού ταχυδακτυλουργού-πορτοφολά ο οποίος συνεργάζεται μαζί τους. «Ο Απόλο μάς είπε ότι είχε την εντύπωση, όταν προσπαθούσε για παράδειγμα να πάρει κάτι από την τσέπη κάποιου, πως έπαιζε ρόλο αν η κίνηση του χεριού του ήταν ευθεία ή καμπύλη» εξηγεί. «Μας είπε ότι πίστευε πως όταν η κίνηση ήταν καμπύλη το κοινό εστίαζε περισσότερο στην πορεία της κίνησης ενώ όταν ήταν ευθεία εστίαζε περισσότερο στην αρχή και στο τέλος της».
Για να το ελέγξουν στο εργαστήριο, ο κ. Ρόμπινς εκτέλεσε ένα τρυκ στο οποίο εξαφάνιζε ένα νόμισμα με τους δύο τρόπους – με καμπύλη και ευθεία κίνηση –, ενώ οι ερευνητές κατέγραφαν τις κινήσεις των ματιών των εθελοντών που παρακολουθούσαν. «Διαπιστώσαμε ότι ο Απόλο είχε δίκιο» λέει η ερευνήτρια. «Οταν η κίνηση ήταν καμπύλη, οι θεατές ακολουθούσαν το χέρι που κινούνταν και δεν κοίταζαν το άλλο χέρι, στο οποίο και κρυβόταν το νόμισμα που υποτίθεται ότι είχε εξαφανιστεί. Αντίθετα, όταν η κίνηση ήταν ευθεία, το βλέμμα τους πήγαινε συνεχώς από το ένα χέρι στο άλλο». (Δείτε τη σχετική μελέτη και τα βίντεο με τις κινήσεις των ματιών των εθελοντών εδώ)
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι δύο τύποι κινήσεων ενεργοποιούν δύο διαφορετικούς μηχανισμούς του οφθαλμικού κινητικού συστήματος – η καμπύλη ενεργοποιεί τη λεγόμενη κίνηση ομαλής παρακολούθησης των ματιών, την οποία χρησιμοποιούμε όταν παρακολουθούμε ένα αντικείμενο που κινείται, ενώ η ευθεία προκαλεί σακκαδικές κινήσεις των ματιών, τις οποίες χρησιμοποιούμε όταν πηγαίνουμε από ένα σημείο ενδιαφέροντος σε ένα άλλο. «Η ανακάλυψη αυτή σχετικά με το πώς οι κινήσεις επηρεάζουν την προσοχή μέσω του οφθαλμικού κινητικού συστήματος μπορεί να έχει σημαντικές εφαρμογές σε πολλούς τομείς, από τα σπορ και τις στρατιωτικές τακτικές ως το μάρκετινγκ» καταλήγει η κυρία Μαρτίνεθ Κόντε. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα, διαβάστε το βιβλίο «Sleight of Hand» που έχουν γράψει οι δύο ερευνητές.
ΤΟ ΤΡΥΚ
Πώς σας κλέβουν οι πορτοφολάδες
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πορτοφολάδες για να κλέψουν το πορτοφόλι σας είναι ίδιες με αυτές των ταχυδακτυλουργών
Τα τρυκ στα οποία ο μάγος καλεί έναν θεατή στη σκηνή και, χωρίς ο τελευταίος να έχει αντιληφθεί την «αφαίρεση», επιδεικνύει ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κάποιο προσωπικό του αντικείμενο, όπως τα γυαλιά που είχε στην τσέπη ή το ρολόι που φορούσε στο χέρι του, είναι πολύ συνηθισμένα. Αν και επί σκηνής είναι πάντοτε αθώες, οι ίδιες «μαγικές» μέθοδοι επιστρατεύονται επίσης από τους πορτοφολάδες. Είναι αποτελεσματικές γιατί εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα πολλά «κενά» της αντίληψής μας – όπως π.χ. η τύφλωση της προσοχής και η τύφλωση της αλλαγής.
Εκτός από τα παραπάνω που αποτελούν τη βάση πολλών μαγικών τρυκ, τα συγκεκριμένα «κόλπα» δίνουν επίσης ιδιαίτερη έμφαση στο «ξεγέλασμα» των σωματοαισθητικών συστημάτων μας. Για να πάρει επί παραδείγματι το ρολόι σας χωρίς εσείς καν να υποπτευθείτε τις προθέσεις του, εκτός του ότι θα στρέψει την προσοχή σας αλλού και θα προσπαθήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη σας, διαλύοντας κάθε πιθανή καχυποψία, ένας επιδέξιος στα δάχτυλα μάγος-πορτοφολάς θα εφαρμόσει επίσης το αξίωμα «Η μεγάλη κίνηση κρύβει τη μικρή»: θα φροντίσει να πιέσει με αριστοτεχνικό τρόπο τον καρπό σας εν πλήρη επίγνωσή σας και ενώ το ρολόι σας βρίσκεται ακόμη στη θέση του. Η πίεση αυτή προκαλεί μια σωματοαισθητική εντύπωση υψηλής αντίθεσης, η οποία λειτουργεί με δύο τρόπους. Κατ’ αρχήν στέλνει ένα έντονο ερέθισμα στους υποδοχείς της αφής στο δέρμα σας, κάνοντάς τους έτσι λιγότερο ευαίσθητους στα επόμενα ελαφρά αγγίγματα που θα ακολουθήσουν με το λύσιμο και την απομάκρυνση του ρολογιού. Παράλληλα δημιουργεί ένα σωματοαισθητικό μετείκασμα: οι νευρώνες της αφής στο δέρμα και στη σπονδυλική σας στήλη εξακολουθούν να «αισθάνονται» την πίεση για λίγο διάστημα αφότου αυτή έχει σταματήσει, προκαλώντας σας την ψευδαίσθηση ότι το ρολόι «αγκαλιάζει» ακόμα τον καρπό σας, ενώ αυτό έχει κάνει φτερά.
Το «λιωμένο» κουτάλι
Το «λύγισμα» αντικειμένων μόνο με το βλέμμα και την αυτοσυγκέντρωση είναι ένα από τα αγαπημένα και πολύ παλιά μαγικά τρυκ. Ο μάγος επιδεικνύει ένα μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως ένα κουτάλι, το κοιτάζει επίμονα για λίγη ώρα και ύστερα το κουνάει πέρα-δώθε: προς έκπληξη του κοινού η λαβή του κουταλιού είναι σαν να έχει «λιώσει» και να έχει γίνει εύκαμπτη και μαλακή σαν λάστιχο. Το τρυκ βασίζεται σε μια γνωστή οφθαλμαπάτη που οι ειδικοί ονομάζουν «Μπάρα που χορεύει» ή «Λαστιχένιο δέντρο» (στις περιπτώσεις αυτές μια μπάρα ή ένα δέντρο μοιάζουν να λυγίζουν όταν ταλαντεύονται πολύ γρήγορα). Η οφθαλμαπάτη αυτή εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το οπτικό μας σύστημα περιλαμβάνει διάφορα «είδη» νευρώνων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με διαφορετικά καθήκοντα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, διεγείρονται από διαφορετικά «χαρακτηριστικά» των ερεθισμάτων. Οι νευρώνες του πρόσθιου οπτικού φλοιού (γνωστού και ως V1) και της μέσης χρονικής οπτικής περιοχής (ΜΤ ή V5) που έχουν ως «καθήκον» να ανιχνεύουν ταυτόχρονα την κίνηση και την κατάληξη των άκρων ενός οπτικού ερεθίσματος (π.χ. τις γωνίες ενός αντικειμένου ή το τέλος μιας γραμμής) αντιδρούν διαφορετικά από τους άλλους στα ερεθίσματα που ταλαντεύονται. Αυτή η διαφορά στις νευρωνικές αντιδράσεις μάς κάνει να βλέπουμε τις άκρες των αντικειμένων σε διαφορετική θέση σε σχέση με το κέντρο τους, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η απολύτως στερεή στην πραγματικότητα λαβή του κουταλιού έχει «ρευστοποιηθεί» και έχει γίνει εύκαμπτη στη μέση της.
Πώς εξαφανίζεται το μπαλάκι
Οι κινήσεις που γίνονται σε ένα κόλπο με νομίσματα ενεργοποιούν κάθε φορά διαφορετικές κινήσεις των ματιών και άλλους μηχανισμούς του εγκεφάλου
Ο μάγος ρίχνει προς τα επάνω ένα μπαλάκι και αυτό εξαφανίζεται σαν να έχει εξαϋλωθεί στον αέρα. Αυτό το κόλπο ξεκινάει πάντα με πολλές «μπαλιές» και στηρίζεται σε μια αριστοτεχνικά στημένη γνωσιακή απάτη. Αρχικά ο μάγος πετάει το μπαλάκι πολλές φορές προς τα επάνω πιάνοντάς το. Στην κίνηση του «κλου», εκεί που το μπαλάκι θα πρέπει να εξαφανιστεί, ο μάγος στην πραγματικότητα δεν το πετάει – απλώς το κρύβει. Φροντίζει όμως να σηκώσει το κεφάλι και τα μάτια του προς τα επάνω, σαν να ακολουθεί την κίνηση που θα έκανε το μπαλάκι αν το πετούσε – στοιχεία εξαπάτησης που οι επιστήμονες βρήκαν στα πειράματά τους ότι είναι απολύτως απαραίτητα για να δημιουργηθεί στους θεατές η ψευδαίσθηση της εξαφάνισης.
Για τον λόγο αυτόν οι ειδικοί θεωρούν ότι κύρια αιτία της ψευδαίσθησης είναι η συγκεκαλυμμένη καθοδήγηση του «προβολέα» της προσοχής των θεατών προς το σημείο όπου υποτίθεται ότι θα πρέπει να πάει το μπαλάκι – σε μια «υπονοούμενη κίνηση» όπως την ονομάζουν. Η ανακάλυψη αυτή που προέκυψε από τα μαγικά τρυκ, σε συνδυασμό με άλλες μελέτες, υποδηλώνει ότι ο εγκέφαλος επιστρατεύει διαφορετικούς μηχανισμούς για την αντίληψη και διαφορετικούς για τον οπτικοκινητικό έλεγχο. Μετρήσεις που έγιναν έδειξαν άλλωστε ότι οι θεατές στο συγκεκριμένο τρυκ δεν κοιτάζουν στην πραγματικότητα στο σημείο όπου νομίζουν πως «βλέπουν» την μπάλα να εξαφανίζεται.
Μια θεωρία (από τον Μάικλ Λαντ του Πανεπιστημίου του Σάσεξ και τον Γκούσταβ Κουν του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ) υποστηρίζει ότι η καθοδήγηση της προσοχής επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων μέσω της «αντιπροσωπευτικής ορμής» ή, πιο απλά, μέσω ενός είδους κεκτημένης ταχύτητας: όταν ένα αντικείμενο κινείται, αυτή μας κάνει να βλέπουμε την τελική θέση του πιο πέρα – προς την κατεύθυνση της κίνησής του – από το σημείο στο οποίο έχει σταματήσει στην πραγματικότητα. Οι ειδικοί θεωρούν ότι οι νευρώνες που επιστρατεύονται για την αντίληψη της «υπονοούμενης κίνησης» – η οποία έχει επίσης τεράστια εφαρμογή στα κινούμενα σχέδια – χρησιμοποιούν ενδεχομένως τα ίδια κυκλώματα με εκείνους που αντιλαμβάνονται την πραγματική κίνηση οδηγώντας συχνά σε ψευδαισθήσεις.
ΤΥΦΛΩΣΗ ΑΛΛΑΓΗΣ / ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Ο αόρατος γορίλας
Στο βιβλίο «Ο αόρατος Γορίλας ή πώς αλλιώς μας ξεγελά η διαίσθησή μας » ο Κ. Τσάμπρις και ο Ντ. Σάιμονς περιγράφουν πώς μπορεί να μην δούμε έναν γορίλα ακόμη και όταν αυτός βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας
Η «τύφλωση της αλλαγής» και η «τύφλωση της προσοχής» εισήλθαν με θεαματικό τρόπο στο προσκήνιο της γνωσιακής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών την τελευταία δεκαετία με δύο διάσημα πειράματα. Το ένα εξ αυτών μάλιστα – αυτό με τον «αόρατο» γορίλα – χάρισε στον Ντάνιελ Σάιμονς του Πανεπιστημίου του Ιλινόι και στον Κρίστοφερ Τσάμπρις του Union College της Νέας Υόρκης το Ig Νομπέλ Ψυχολογίας το 2004, ενώ χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές όπως οι «CSI» αλλα και σε μια διαφήμιση του BBC για την αποφυγή των τροχαίων ατυχημάτων με ποδηλάτες. (Δείτε τα σχετικά βίντεο στο www.theinvisiblegorilla.com και περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο τους «Ο αόρατος γορίλας ή πώς αλλιώς μας ξεγελά η διαίσθησή μας».)
Το λεγόμενο «πείραμα της πόρτας» ήταν ένα από τα πρώτα που απέδειξαν το φαινόμενο της «τύφλωσης της αλλαγής» το 1998. Ο Ντάνιελ Λέβιν και ο Ντάνιελ Σάιμονς, ψυχολόγοι τότε αντίστοιχα στα πανεπιστήμια Kent State και Χάρβαρντ, έβαλαν έναν φοιτητή να σταματάει περαστικούς στον δρόμο κρατώντας έναν χάρτη και ζητώντας πληροφορίες για τη διεύθυνση που έψαχνε. Ενώ συζητούσαν, δύο άτομα που κουβαλούσαν μια πόρτα περνούσαν ανάμεσά τους και ο φοιτητής έξυπνα άλλαζε θέση με τον έναν «μεταφορέα»: περίπου στο μισό των περιπτώσεων μετά το πέρασμα της πόρτας η συζήτηση συνεχιζόταν κανονικά χωρίς ο περαστικός να αντιληφθεί την αλλαγή του προσώπου του συνομιλητή του.Το πείραμα του «αόρατου γορίλα», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1999, καταδεικνύει το φαινόμενο της «τύφλωσης της προσοχής». (Αν θέλετε να υποβληθείτε και εσείς σε αυτό, σταματήστε να διαβάζετε από εδώ ως το τέλος της παραγράφου.) Πρόκειται για ένα βίντεο στο οποίο δύο ομάδες παίζουν κάτω από μια μπασκέτα. Ο θεατής καλείται να μετρήσει πόσες πάσες αλλάζουν οι παίκτες της μιας ομάδας μεταξύ τους. Σε κάποια στιγμή ένας άνδρας μεταμφιεσμένος σε γορίλα περνάει αργά αργά ανάμεσά τους. Ωστόσο σχεδόν το 50% όσων κάνουν το τεστ, προσηλωμένοι στο μέτρημα των μπαλιών, δεν αντιλαμβάνονται καν την παρουσία του. Αλλες μελέτες που διεξήχθησαν στη συνέχεια από νευροεπιστήμονες έχουν δείξει μάλιστα ότι ο «προβολέας» της προσοχής των θεατών είναι τόσο έντονα εστιασμένος στην μπάλα ώστε αυτοί δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία του γορίλα ακόμη και όταν – όπως αποδεικνύεται από την καταγραφή των κινήσεων των ματιών τους – στην ουσία τον βλέπουν. Σε όλες αυτές τις γνωσιακές ψευδαισθήσεις άλλωστε η «τύφλωση» δεν αφορά τα μάτια αλλά τον εγκέφαλο.
Η «τύφλωση της επιλογής» αποτελεί μια πιο πρόσφατη ανακάλυψη και εμπίπτει σε ένα φαινόμενο γνωσιακής ψευδαίσθησης το οποίο οι ειδικοί ονομάζουν «ψευδαίσθηση της ενδοσκόπησης» – την εσφαλμένη, δηλαδή, πεποίθηση ότι γνωρίζουμε πολύ καλά την πνευματική και ψυχική μας κατάσταση ενώ οι άλλοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τόσο καλά τη δική τους.
Αποδείχθηκε από τον Πέτερ Γιόχανσον του Πανεπιστημίου του Λουντ και τον Αντρέας Ολσον του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης σε ένα πείραμα εμπνευσμένο από τις «μαγικές» τεχνικές το 2005. Οι ερευνητές έδειξαν σε εθελοντές μια σειρά φωτογραφίες προσώπων ανά ζεύγη ζητώντας τους κάθε φορά να πουν ποιο από τα δύο πρόσωπα – το αριστερό ή το δεξιό – τους φαινόταν πιο ελκυστικό και για ποιον λόγο. Στη συνέχεια έδειξαν για δεύτερη φορά τα ζεύγη των φωτογραφιών αλλάζοντας με ταχυδακτυλουργικές τεχνικές σε ορισμένα από αυτά τη θέση των εικόνων (φέρνοντας δηλαδή τη δεξιά φωτογραφία στα αριστερά και το αντίστροφο). Περισσότεροι από το 70% των εθελοντών όχι μόνο δεν αντιλήφθηκαν την αλλαγή αλλά απάντησαν ότι βρήκαν πιο ελκυστικό το πρόσωπο που είδαν στην ίδια θέση που είχαν προτιμήσει την πρώτη φορά, παρ’ ότι αυτό ήταν το πρόσωπο που τότε βρισκόταν στην άλλη θέση και είχαν βρει λιγότερο γοητευτικό. Ακόμη πιο εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι πρόβαλαν και πάλι από μια «ατράνταχτη» αιτιολογία – π.χ., «μου θυμίζει τη μητέρα μου» (όταν στην προηγούμενη φάση υποτίθεται ότι το άλλο πρόσωπο ήταν εκείνο που τη θύμιζε) ή «προτιμώ τις ξανθές» (όταν στην προηγούμενη φάση ο ίδιος εθελοντής είχε προτιμήσει στο ίδιο ζεύγος τη μελαχρινή γυναίκα).
Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση είναι τόσο ισχυρή ώστε το 84% των ερωτηθέντων δήλωσε με απόλυτη βεβαιότητα ότι, αν οι φωτογραφίες είχαν αλλαχθεί, θα το καταλάβαινε αμέσως. Αποδεικνύει, σύμφωνα με τους ερευνητές, πόσο έντονη είναι η τάση μας να δικαιολογούμε τις επιλογές μας, ακόμη και όταν δεν τις έχουμε κάνει ποτέ στην πραγματικότητα.
Ενας επιδέξιος «μάγος» μπορεί να προκαλέσει τον θαυμασμό αλλά και το γέλιο σας. Μπορεί να μαγνητίσει το βλέμμα σας, να κεντρίσει το ενδιαφέρον σας, να σας γεμίσει απορίες. Κυρίως όμως μπορεί να παίξει με το μυαλό σας. Χρησιμοποιώντας ένα σωρό μεθόδους κατορθώνει να εκμεταλλευθεί αδυναμίες του που καλά-καλά δεν ξέρετε ότι υπάρχουν. Και όλα αυτά δεν είναι λόγια του αέρα από κάποιους λάτρεις αυτού του είδους των θεαμάτων. Είναι διαπιστώσεις στις οποίες έχουν καταλήξει οι νευροεπιστήμονες. Ορισμένοι από αυτούς βρίσκουν μάλιστα τα μαγικά κόλπα τόσο άρτια ώστε έχουν αρχίσει να τα χρησιμοποιούν ως «εργαλείο» για να εξερευνήσουν τη λειτουργία του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα των ερευνών τους φαίνονται τελικά να... βγάζουν λαγούς από το εργαστήριο αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές ενός από τα πολυτιμότερα όργανα που διαθέτει ο άνθρωπος.
Ο Μάγος Αϊζενχάιμ αυτοσυγκεντρώνεται ακίνητος στη σκηνή. Ολοι τον παρακολουθούν προσηλωμένοι. Ξαφνικά ανοίγει το χέρι και στην παλάμη του φυτρώνει μια μικρή πορτοκαλιά. Το κοινό παραληρεί.
Ε, εντάξει, θα πείτε, αυτή είναι μια σκηνή σε μια ταινία, τα κινηματογραφικά εφέ κάνουν πραγματικά θαύματα. Παρ’ όλα αυτά εκατοντάδες «μάγοι» ανά τους αιώνες βγάζουν περιστέρια και κουνέλια από άδεια καπέλα ή τεμαχίζουν καλλονές οι οποίες στη συνέχεια εμφανίζονται αρτιμελείς επί σκηνής αφήνοντας τους θεατές άφωνους να αναρωτιούνται: Μα πώς γίνεται αυτό;
Οσο και αν σε κάποιους η πεζή πραγματικότητα προκαλεί μια μικρή απογοήτευση, η «μαγεία» των θεαμάτων αυτού του είδους δεν έχει καμία σχέση με τη μεταφυσική. Βασίζεται πάντα σε μια άψογα οργανωμένη στρατηγική και στο ταλέντο του «θαυματοποιού» να μαγνητίζει την προσοχή και να παραπλανά το κοινό του. Δεν είναι τυχαίο ότι στα αγγλικά οι «μάγοι» του είδους λέγονται «illusionists» -δημιουργοί ψευδαισθήσεων.
Για να στήσουν αυτές τις ψευδαισθήσεις, εκτός από την ταχύτητα των δαχτύλων τους χρησιμοποιούν πολλά τεχνικά μέσα –από λιγότερο ως περισσότερο εξελιγμένα «μηχανήματα», όπως τα κουτιά με διπλούς πάτους ή διάφορες κατασκευές, ως ειδικά εφέ, όπως οι ειδικοί φωτισμοί ή ο καπνός. Το πιο εξελιγμένο –και εκλεπτυσμένο– όπλο τους είναι όμως η θαυμαστή ικανότητά τους να «παίζουν» με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Και μάλιστα χωρίς να έχουν συνήθως καμία σχετική επιστημονική γνώση.
Αυτό ακριβώς ώθησε ορισμένους νευροεπιστήμονες στο να αντλήσουν μυστικά από αυτόν τον «θησαυρό» εμπειρικής σοφίας για να βελτιώσουν τις μελέτες τους. Η Σουσάνα Μαρτίνεθ Κόντε, διευθύντρια του Εργαστηρίου Οπτικών Νευροεπιστημών στο Νευρολογικό Ινστιτούτο Μπάροους στο Φίνιξ της Αριζόνας, είναι μάλλον από τους πλέον «μυημένους» στα μαγικά μυστικά. Μαζί με τον σύζυγό της Στίβεν Μάκνικ, διευθυντή του Εργαστηρίου Συμπεριφορικής Νευροφυσιολογίας στο ίδιο ινστιτούτο, όχι μόνο υπήρξαν από τους πρώτους που εξέτασαν τις τεχνικές των μάγων στον εγκεφαλικό τομογράφο αλλά επιπλέον, για να αποκτήσουν καλύτερη συναίσθηση των πραγμάτων, έμαθαν την ίδια την τέχνη.
«Οταν αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε με τους επαγγελματίες μάγους, συνειδητοποιήσαμε ότι εμείς, ως επιστήμονες, βλέπαμε τα πράγματα από άλλη οπτική γωνία» λέει μιλώντας στο «Βήμα». «Γι’ αυτό θελήσαμε να μάθουμε πώς θα ήταν 'από μέσα'». Πήγαν λοιπόν για έναν χρόνο σε μια σχολή μάγων και στη συνέχεια έδωσαν εξετάσεις στο «Magic Castle», την Ακαδημία των Μαγικών Τεχνών, όπου και έγιναν δεκτοί ως μέλη –από τους λίγους νευροεπιστήμονες που έχουν ένα τέτοιο «πτυχίο».
Η επιστήμη φυσικά δεν ενδιαφέρεται για το καθαρά «τεχνολογικό» μέρος ενός θεάματος τέτοιου είδους –δηλαδή τα ειδικά εξαρτήματα και τα οπτικά εφέ. Αυτό το οποίο μελετά, με τη συνεργασία ορισμένων επαγγελματιών μάγων και ταχυδακτυλουργών που δέχθηκαν να μοιραστούν με τους ερευνητές τα μυστικά τους, είναι οι οφθαλμαπάτες που πολλοί από αυτούς έχουν επινοήσει και, ακόμη περισσότερο, οι «γνωσιακές απάτες» ή «γνωσιακές ψευδαισθήσεις» όπως τις ονομάζουν. Οι πρώτες ξεγελούν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το οπτικό μας σύστημα. Οι δεύτερες επιτελούν το πιο σημαντικό ίσως έργο –χειραγωγούν την προσοχή και τη μνήμη μας με τρόπο στον οποίο συχνά μας είναι αδύνατον να αντισταθούμε.
Οι μάγοι χρησιμοποιούν τον όρο «παραπλάνηση» όταν αναφέρονται στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν την προσοχή των θεατών από μια συγκεκριμένη ενέργεια –όταν, όπως λένε στη «γλώσσα» τους, θέλουν να τους κάνουν να προσέχουν το «αποτέλεσμα» και όχι τη «μέθοδο» που ακολουθούν για να το επιτύχουν. Οπως μας εξηγεί η κυρία Μαρτίνεθ Κόντε, μελετώντας τις πρακτικές τους οι επιστήμονες έχουν διακρίνει δύο είδη αυτής της παραπλάνησης. Η «απροκάλυπτη παραπλάνηση» είναι αυτή στην οποία o μάγος αποσπά το βλέμμα του κοινού από την κίνηση που θέλει να κρύψει, οδηγώντας το κάπου αλλού –είτε δημιουργώντας έναν αντιπερισπασμό, όπως τα λευκά περιστέρια που πετάνε μέσα από ένα καπέλο ή ένας συνεργάτης που εμφανίζεται ξαφνικά στη σκηνή, είτε απλώς ζητώντας από τους θεατές να κοιτάξουν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
Η «συγκεκαλυμμένη παραπλάνηση» είναι πιο περίτεχνη και θεωρείται από τους μάγους πολύ πιο «κομψή». Εδώ δεν αποσπάται το βλέμμα: ο θεατής μπορεί να κοιτάζει τη «μέθοδο», όμως δεν τη βλέπει πραγματικά, είναι σαν να είναι «τυφλός» απέναντί της επειδή αυτή διαφεύγει της προσοχής του. Η επιστήμη έχει εντοπίσει και έχει αρχίσει να μελετά τρεις τέτοιου είδους «τυφλώσεις» της προσοχής και της μνήμης μας: την τύφλωση της αλλαγής, την τύφλωση της προσοχής και την τύφλωση της επιλογής. Η τελευταία μάλιστα αποδείχθηκε με ένα πείραμα εμπνευσμένο από τα μαγικά «κόλπα» (βλ. «Ο αόρατος γορίλας»).
«Επίσης» συμπληρώνει η νευροεπιστήμονας «χρησιμοποιούν πολύ έξυπνα αυτό που ονομάζουμε “κοινή προσοχή”, την τάση μας να προσέχουμε ό,τι προσέχουν οι άλλοι». Για παράδειγμα, εξηγεί, όταν ένας μάγος θέλει να κάνει τους θεατές να έχουν το βλέμμα καρφωμένο επάνω του και πουθενά αλλού, κοιτάζει κατά πρόσωπο το κοινό. Αν θέλει να μην τον κοιτάζουν, τότε προσποιείται ότι ο ίδιος κοιτάζει με έντονο ενδιαφέρον κάποιο σημείο ή κάποιο αντικείμενο. «Το κοινό τείνει να κάνει το ίδιο» λέει η ερευνήτρια.
Μετά την προσοχή η μνήμη είναι ίσως η δεύτερη κατά σειρά γνωσιακή λειτουργία που οι μάγοι προσπαθούν να παραπλανήσουν με κάθε τρόπο. Οχι μόνο για να επιτύχουν τα τρυκ τους αλλά και επειδή έτσι εμποδίζουν το κοινό, όταν αργότερα προσπαθήσει να ανασυνθέσει τα όσα έγιναν επί σκηνής, να εντοπίσει τη «μέθοδο». «Ο τρόπος με τον οποίο οι μάγοι χειραγωγούν τη μνήμη μάς έχει εντυπωσιάσει ιδιαίτερα» λέει η ειδικός. Οπως εξηγεί, οι βασικές στρατηγικές που ακολουθούν είναι δύο. Κατ’ αρχήν κατά τη διάρκεια της παράστασης φροντίζουν η προσοχή να μη στρέφεται προς τα κρίσιμα σημεία που αργότερα θα επιτρέψουν την ανασύνθεση των γεγονότων. «Αν δεν αντιληφθείς κάτι, δεν μπορείς φυσικά και να το θυμάσαι» επισημαίνει.
«Δεν σταματούν όμως εδώ» προσθέτει. «Βασίζονται επίσης στη δημιουργία ψευδών αναμνήσεων. Για παράδειγμα, πολύ συχνά, όταν έχουν καλέσει κάποιον θεατή στη σκηνή, συνηθίζουν να του μιλάνε ανακεφαλαιώνοντας, σαν να υπενθυμίζουν τι έχουν κάνει ως εκείνη τη στιγμή. Η περιγραφή αυτή όμως δεν είναι ακριβής». Οπως εξηγεί, υπάρχουν σε αυτήν κάποιες διαφοροποιήσεις, ακριβώς τόσες ώστε να μην υποψιάσουν το κοινό αλλά κρίσιμες ώστε να το επηρεάσουν. Αργότερα, όταν ο θεατής θα προσπαθήσει να κάνει την ανασύνθεση, δεν θα θυμάται τι έγινε πραγματικά: θα θυμάται αυτά που είπε ο μάγος. «Ετσι, με τις δύο αυτές στρατηγικές, δεν υπάρχουν μόνο κομμάτια που λείπουν από το παζλ αλλά και κομμάτια που δεν ταιριάζουν» λέει.
Ενα άλλο, επίσης ισχυρό, εργαλείο γνωσιακής ψευδαίσθησης είναι ο λεγόμενος «απατηλός συσχετισμός». Η ψευδαίσθηση αυτή εκμεταλλεύεται την τάση μας να ακολουθούμε την αρχή του αιτίου και του αιτιατού. Οταν το γεγονός Β έπεται του γεγονότος Α, θεωρούμε ότι το Α προκάλεσε το Β. Οι μάγοι φροντίζουν με ιδιαίτερη τέχνη το γεγονός Α που θα προηγηθεί να μην έχει καμία σχέση με την «αιτία» του γεγονότος Β. Χύνουν για παράδειγμα, χωρίς λόγο, νερό σε ένα μπαλάκι προτού το εξαφανίσουν: αν και το νερό δεν έχει καμία σχέση με την «εξαφάνιση», ο θεατής συσχετίζει εσφαλμένα τα δύο γεγονότα στο μυαλό του. Η «μαγική» αυτή τεχνική χρησιμοποιήθηκε πριν από μερικά χρόνια από νευροεπιστήμονες στη Βρετανία για τον εντοπισμό περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ερμηνεία των αιτιωδών σχέσεων: τα πειράματα έδειξαν ότι ένα κέντρο της βρίσκεται μάλλον στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου.
Η τελευταία ανακάλυψη της Σουσάνα Μαρτίνεθ Κόντε και του Στίβεν Μάκνικ, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην επιθεώρηση «Frontiers of Human Neuroscience», έγινε με τη βοήθεια του Απόλο Ρόμπινς, γνωστού ταχυδακτυλουργού-πορτοφολά ο οποίος συνεργάζεται μαζί τους. «Ο Απόλο μάς είπε ότι είχε την εντύπωση, όταν προσπαθούσε για παράδειγμα να πάρει κάτι από την τσέπη κάποιου, πως έπαιζε ρόλο αν η κίνηση του χεριού του ήταν ευθεία ή καμπύλη» εξηγεί. «Μας είπε ότι πίστευε πως όταν η κίνηση ήταν καμπύλη το κοινό εστίαζε περισσότερο στην πορεία της κίνησης ενώ όταν ήταν ευθεία εστίαζε περισσότερο στην αρχή και στο τέλος της».
Για να το ελέγξουν στο εργαστήριο, ο κ. Ρόμπινς εκτέλεσε ένα τρυκ στο οποίο εξαφάνιζε ένα νόμισμα με τους δύο τρόπους – με καμπύλη και ευθεία κίνηση –, ενώ οι ερευνητές κατέγραφαν τις κινήσεις των ματιών των εθελοντών που παρακολουθούσαν. «Διαπιστώσαμε ότι ο Απόλο είχε δίκιο» λέει η ερευνήτρια. «Οταν η κίνηση ήταν καμπύλη, οι θεατές ακολουθούσαν το χέρι που κινούνταν και δεν κοίταζαν το άλλο χέρι, στο οποίο και κρυβόταν το νόμισμα που υποτίθεται ότι είχε εξαφανιστεί. Αντίθετα, όταν η κίνηση ήταν ευθεία, το βλέμμα τους πήγαινε συνεχώς από το ένα χέρι στο άλλο». (Δείτε τη σχετική μελέτη και τα βίντεο με τις κινήσεις των ματιών των εθελοντών εδώ)
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι δύο τύποι κινήσεων ενεργοποιούν δύο διαφορετικούς μηχανισμούς του οφθαλμικού κινητικού συστήματος – η καμπύλη ενεργοποιεί τη λεγόμενη κίνηση ομαλής παρακολούθησης των ματιών, την οποία χρησιμοποιούμε όταν παρακολουθούμε ένα αντικείμενο που κινείται, ενώ η ευθεία προκαλεί σακκαδικές κινήσεις των ματιών, τις οποίες χρησιμοποιούμε όταν πηγαίνουμε από ένα σημείο ενδιαφέροντος σε ένα άλλο. «Η ανακάλυψη αυτή σχετικά με το πώς οι κινήσεις επηρεάζουν την προσοχή μέσω του οφθαλμικού κινητικού συστήματος μπορεί να έχει σημαντικές εφαρμογές σε πολλούς τομείς, από τα σπορ και τις στρατιωτικές τακτικές ως το μάρκετινγκ» καταλήγει η κυρία Μαρτίνεθ Κόντε. Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα, διαβάστε το βιβλίο «Sleight of Hand» που έχουν γράψει οι δύο ερευνητές.
ΤΟ ΤΡΥΚ
Πώς σας κλέβουν οι πορτοφολάδες
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι πορτοφολάδες για να κλέψουν το πορτοφόλι σας είναι ίδιες με αυτές των ταχυδακτυλουργών
Τα τρυκ στα οποία ο μάγος καλεί έναν θεατή στη σκηνή και, χωρίς ο τελευταίος να έχει αντιληφθεί την «αφαίρεση», επιδεικνύει ξαφνικά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του κάποιο προσωπικό του αντικείμενο, όπως τα γυαλιά που είχε στην τσέπη ή το ρολόι που φορούσε στο χέρι του, είναι πολύ συνηθισμένα. Αν και επί σκηνής είναι πάντοτε αθώες, οι ίδιες «μαγικές» μέθοδοι επιστρατεύονται επίσης από τους πορτοφολάδες. Είναι αποτελεσματικές γιατί εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα πολλά «κενά» της αντίληψής μας – όπως π.χ. η τύφλωση της προσοχής και η τύφλωση της αλλαγής.
Εκτός από τα παραπάνω που αποτελούν τη βάση πολλών μαγικών τρυκ, τα συγκεκριμένα «κόλπα» δίνουν επίσης ιδιαίτερη έμφαση στο «ξεγέλασμα» των σωματοαισθητικών συστημάτων μας. Για να πάρει επί παραδείγματι το ρολόι σας χωρίς εσείς καν να υποπτευθείτε τις προθέσεις του, εκτός του ότι θα στρέψει την προσοχή σας αλλού και θα προσπαθήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη σας, διαλύοντας κάθε πιθανή καχυποψία, ένας επιδέξιος στα δάχτυλα μάγος-πορτοφολάς θα εφαρμόσει επίσης το αξίωμα «Η μεγάλη κίνηση κρύβει τη μικρή»: θα φροντίσει να πιέσει με αριστοτεχνικό τρόπο τον καρπό σας εν πλήρη επίγνωσή σας και ενώ το ρολόι σας βρίσκεται ακόμη στη θέση του. Η πίεση αυτή προκαλεί μια σωματοαισθητική εντύπωση υψηλής αντίθεσης, η οποία λειτουργεί με δύο τρόπους. Κατ’ αρχήν στέλνει ένα έντονο ερέθισμα στους υποδοχείς της αφής στο δέρμα σας, κάνοντάς τους έτσι λιγότερο ευαίσθητους στα επόμενα ελαφρά αγγίγματα που θα ακολουθήσουν με το λύσιμο και την απομάκρυνση του ρολογιού. Παράλληλα δημιουργεί ένα σωματοαισθητικό μετείκασμα: οι νευρώνες της αφής στο δέρμα και στη σπονδυλική σας στήλη εξακολουθούν να «αισθάνονται» την πίεση για λίγο διάστημα αφότου αυτή έχει σταματήσει, προκαλώντας σας την ψευδαίσθηση ότι το ρολόι «αγκαλιάζει» ακόμα τον καρπό σας, ενώ αυτό έχει κάνει φτερά.
Το «λιωμένο» κουτάλι
Το «λύγισμα» αντικειμένων μόνο με το βλέμμα και την αυτοσυγκέντρωση είναι ένα από τα αγαπημένα και πολύ παλιά μαγικά τρυκ. Ο μάγος επιδεικνύει ένα μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως ένα κουτάλι, το κοιτάζει επίμονα για λίγη ώρα και ύστερα το κουνάει πέρα-δώθε: προς έκπληξη του κοινού η λαβή του κουταλιού είναι σαν να έχει «λιώσει» και να έχει γίνει εύκαμπτη και μαλακή σαν λάστιχο. Το τρυκ βασίζεται σε μια γνωστή οφθαλμαπάτη που οι ειδικοί ονομάζουν «Μπάρα που χορεύει» ή «Λαστιχένιο δέντρο» (στις περιπτώσεις αυτές μια μπάρα ή ένα δέντρο μοιάζουν να λυγίζουν όταν ταλαντεύονται πολύ γρήγορα). Η οφθαλμαπάτη αυτή εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το οπτικό μας σύστημα περιλαμβάνει διάφορα «είδη» νευρώνων οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με διαφορετικά καθήκοντα ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, διεγείρονται από διαφορετικά «χαρακτηριστικά» των ερεθισμάτων. Οι νευρώνες του πρόσθιου οπτικού φλοιού (γνωστού και ως V1) και της μέσης χρονικής οπτικής περιοχής (ΜΤ ή V5) που έχουν ως «καθήκον» να ανιχνεύουν ταυτόχρονα την κίνηση και την κατάληξη των άκρων ενός οπτικού ερεθίσματος (π.χ. τις γωνίες ενός αντικειμένου ή το τέλος μιας γραμμής) αντιδρούν διαφορετικά από τους άλλους στα ερεθίσματα που ταλαντεύονται. Αυτή η διαφορά στις νευρωνικές αντιδράσεις μάς κάνει να βλέπουμε τις άκρες των αντικειμένων σε διαφορετική θέση σε σχέση με το κέντρο τους, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η απολύτως στερεή στην πραγματικότητα λαβή του κουταλιού έχει «ρευστοποιηθεί» και έχει γίνει εύκαμπτη στη μέση της.
Πώς εξαφανίζεται το μπαλάκι
Οι κινήσεις που γίνονται σε ένα κόλπο με νομίσματα ενεργοποιούν κάθε φορά διαφορετικές κινήσεις των ματιών και άλλους μηχανισμούς του εγκεφάλου
Ο μάγος ρίχνει προς τα επάνω ένα μπαλάκι και αυτό εξαφανίζεται σαν να έχει εξαϋλωθεί στον αέρα. Αυτό το κόλπο ξεκινάει πάντα με πολλές «μπαλιές» και στηρίζεται σε μια αριστοτεχνικά στημένη γνωσιακή απάτη. Αρχικά ο μάγος πετάει το μπαλάκι πολλές φορές προς τα επάνω πιάνοντάς το. Στην κίνηση του «κλου», εκεί που το μπαλάκι θα πρέπει να εξαφανιστεί, ο μάγος στην πραγματικότητα δεν το πετάει – απλώς το κρύβει. Φροντίζει όμως να σηκώσει το κεφάλι και τα μάτια του προς τα επάνω, σαν να ακολουθεί την κίνηση που θα έκανε το μπαλάκι αν το πετούσε – στοιχεία εξαπάτησης που οι επιστήμονες βρήκαν στα πειράματά τους ότι είναι απολύτως απαραίτητα για να δημιουργηθεί στους θεατές η ψευδαίσθηση της εξαφάνισης.
Για τον λόγο αυτόν οι ειδικοί θεωρούν ότι κύρια αιτία της ψευδαίσθησης είναι η συγκεκαλυμμένη καθοδήγηση του «προβολέα» της προσοχής των θεατών προς το σημείο όπου υποτίθεται ότι θα πρέπει να πάει το μπαλάκι – σε μια «υπονοούμενη κίνηση» όπως την ονομάζουν. Η ανακάλυψη αυτή που προέκυψε από τα μαγικά τρυκ, σε συνδυασμό με άλλες μελέτες, υποδηλώνει ότι ο εγκέφαλος επιστρατεύει διαφορετικούς μηχανισμούς για την αντίληψη και διαφορετικούς για τον οπτικοκινητικό έλεγχο. Μετρήσεις που έγιναν έδειξαν άλλωστε ότι οι θεατές στο συγκεκριμένο τρυκ δεν κοιτάζουν στην πραγματικότητα στο σημείο όπου νομίζουν πως «βλέπουν» την μπάλα να εξαφανίζεται.
Μια θεωρία (από τον Μάικλ Λαντ του Πανεπιστημίου του Σάσεξ και τον Γκούσταβ Κουν του Πανεπιστημίου Μπρουνέλ) υποστηρίζει ότι η καθοδήγηση της προσοχής επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων μέσω της «αντιπροσωπευτικής ορμής» ή, πιο απλά, μέσω ενός είδους κεκτημένης ταχύτητας: όταν ένα αντικείμενο κινείται, αυτή μας κάνει να βλέπουμε την τελική θέση του πιο πέρα – προς την κατεύθυνση της κίνησής του – από το σημείο στο οποίο έχει σταματήσει στην πραγματικότητα. Οι ειδικοί θεωρούν ότι οι νευρώνες που επιστρατεύονται για την αντίληψη της «υπονοούμενης κίνησης» – η οποία έχει επίσης τεράστια εφαρμογή στα κινούμενα σχέδια – χρησιμοποιούν ενδεχομένως τα ίδια κυκλώματα με εκείνους που αντιλαμβάνονται την πραγματική κίνηση οδηγώντας συχνά σε ψευδαισθήσεις.
ΤΥΦΛΩΣΗ ΑΛΛΑΓΗΣ / ΠΡΟΣΟΧΗΣ
Ο αόρατος γορίλας
Στο βιβλίο «Ο αόρατος Γορίλας ή πώς αλλιώς μας ξεγελά η διαίσθησή μας » ο Κ. Τσάμπρις και ο Ντ. Σάιμονς περιγράφουν πώς μπορεί να μην δούμε έναν γορίλα ακόμη και όταν αυτός βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας
Η «τύφλωση της αλλαγής» και η «τύφλωση της προσοχής» εισήλθαν με θεαματικό τρόπο στο προσκήνιο της γνωσιακής ψυχολογίας και των νευροεπιστημών την τελευταία δεκαετία με δύο διάσημα πειράματα. Το ένα εξ αυτών μάλιστα – αυτό με τον «αόρατο» γορίλα – χάρισε στον Ντάνιελ Σάιμονς του Πανεπιστημίου του Ιλινόι και στον Κρίστοφερ Τσάμπρις του Union College της Νέας Υόρκης το Ig Νομπέλ Ψυχολογίας το 2004, ενώ χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές όπως οι «CSI» αλλα και σε μια διαφήμιση του BBC για την αποφυγή των τροχαίων ατυχημάτων με ποδηλάτες. (Δείτε τα σχετικά βίντεο στο www.theinvisiblegorilla.com και περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο τους «Ο αόρατος γορίλας ή πώς αλλιώς μας ξεγελά η διαίσθησή μας».)
Το λεγόμενο «πείραμα της πόρτας» ήταν ένα από τα πρώτα που απέδειξαν το φαινόμενο της «τύφλωσης της αλλαγής» το 1998. Ο Ντάνιελ Λέβιν και ο Ντάνιελ Σάιμονς, ψυχολόγοι τότε αντίστοιχα στα πανεπιστήμια Kent State και Χάρβαρντ, έβαλαν έναν φοιτητή να σταματάει περαστικούς στον δρόμο κρατώντας έναν χάρτη και ζητώντας πληροφορίες για τη διεύθυνση που έψαχνε. Ενώ συζητούσαν, δύο άτομα που κουβαλούσαν μια πόρτα περνούσαν ανάμεσά τους και ο φοιτητής έξυπνα άλλαζε θέση με τον έναν «μεταφορέα»: περίπου στο μισό των περιπτώσεων μετά το πέρασμα της πόρτας η συζήτηση συνεχιζόταν κανονικά χωρίς ο περαστικός να αντιληφθεί την αλλαγή του προσώπου του συνομιλητή του.Το πείραμα του «αόρατου γορίλα», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1999, καταδεικνύει το φαινόμενο της «τύφλωσης της προσοχής». (Αν θέλετε να υποβληθείτε και εσείς σε αυτό, σταματήστε να διαβάζετε από εδώ ως το τέλος της παραγράφου.) Πρόκειται για ένα βίντεο στο οποίο δύο ομάδες παίζουν κάτω από μια μπασκέτα. Ο θεατής καλείται να μετρήσει πόσες πάσες αλλάζουν οι παίκτες της μιας ομάδας μεταξύ τους. Σε κάποια στιγμή ένας άνδρας μεταμφιεσμένος σε γορίλα περνάει αργά αργά ανάμεσά τους. Ωστόσο σχεδόν το 50% όσων κάνουν το τεστ, προσηλωμένοι στο μέτρημα των μπαλιών, δεν αντιλαμβάνονται καν την παρουσία του. Αλλες μελέτες που διεξήχθησαν στη συνέχεια από νευροεπιστήμονες έχουν δείξει μάλιστα ότι ο «προβολέας» της προσοχής των θεατών είναι τόσο έντονα εστιασμένος στην μπάλα ώστε αυτοί δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία του γορίλα ακόμη και όταν – όπως αποδεικνύεται από την καταγραφή των κινήσεων των ματιών τους – στην ουσία τον βλέπουν. Σε όλες αυτές τις γνωσιακές ψευδαισθήσεις άλλωστε η «τύφλωση» δεν αφορά τα μάτια αλλά τον εγκέφαλο.
Η «τύφλωση της επιλογής» αποτελεί μια πιο πρόσφατη ανακάλυψη και εμπίπτει σε ένα φαινόμενο γνωσιακής ψευδαίσθησης το οποίο οι ειδικοί ονομάζουν «ψευδαίσθηση της ενδοσκόπησης» – την εσφαλμένη, δηλαδή, πεποίθηση ότι γνωρίζουμε πολύ καλά την πνευματική και ψυχική μας κατάσταση ενώ οι άλλοι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τόσο καλά τη δική τους.
Αποδείχθηκε από τον Πέτερ Γιόχανσον του Πανεπιστημίου του Λουντ και τον Αντρέας Ολσον του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης σε ένα πείραμα εμπνευσμένο από τις «μαγικές» τεχνικές το 2005. Οι ερευνητές έδειξαν σε εθελοντές μια σειρά φωτογραφίες προσώπων ανά ζεύγη ζητώντας τους κάθε φορά να πουν ποιο από τα δύο πρόσωπα – το αριστερό ή το δεξιό – τους φαινόταν πιο ελκυστικό και για ποιον λόγο. Στη συνέχεια έδειξαν για δεύτερη φορά τα ζεύγη των φωτογραφιών αλλάζοντας με ταχυδακτυλουργικές τεχνικές σε ορισμένα από αυτά τη θέση των εικόνων (φέρνοντας δηλαδή τη δεξιά φωτογραφία στα αριστερά και το αντίστροφο). Περισσότεροι από το 70% των εθελοντών όχι μόνο δεν αντιλήφθηκαν την αλλαγή αλλά απάντησαν ότι βρήκαν πιο ελκυστικό το πρόσωπο που είδαν στην ίδια θέση που είχαν προτιμήσει την πρώτη φορά, παρ’ ότι αυτό ήταν το πρόσωπο που τότε βρισκόταν στην άλλη θέση και είχαν βρει λιγότερο γοητευτικό. Ακόμη πιο εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι πρόβαλαν και πάλι από μια «ατράνταχτη» αιτιολογία – π.χ., «μου θυμίζει τη μητέρα μου» (όταν στην προηγούμενη φάση υποτίθεται ότι το άλλο πρόσωπο ήταν εκείνο που τη θύμιζε) ή «προτιμώ τις ξανθές» (όταν στην προηγούμενη φάση ο ίδιος εθελοντής είχε προτιμήσει στο ίδιο ζεύγος τη μελαχρινή γυναίκα).
Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση είναι τόσο ισχυρή ώστε το 84% των ερωτηθέντων δήλωσε με απόλυτη βεβαιότητα ότι, αν οι φωτογραφίες είχαν αλλαχθεί, θα το καταλάβαινε αμέσως. Αποδεικνύει, σύμφωνα με τους ερευνητές, πόσο έντονη είναι η τάση μας να δικαιολογούμε τις επιλογές μας, ακόμη και όταν δεν τις έχουμε κάνει ποτέ στην πραγματικότητα.
http://3otiko.blogspot.gr