Την μια και μοναδική φορά που έχω βρεθεί στο σπίτι της στην Γλυφάδα,
γύρισε και μου χάρισε χωρίς δεύτερη σκέψη τον μικρό, γούρικο της βούδα
από την Ταϊλάνδη που της είπα ότι μου αρέσει. Το γεγονός ότι αμέσως μετά
έφαγα ‘σούπα’, μου έφυγε από το χέρι και βρέθηκε να ίπταται με στόχο το
γυάλινο τραπέζι του σαλονιού της, ενδεχομένως να σημαίνει ότι δεν ήταν
τόσο ‘γούρικος’ όσο εκείνη νομίζει. Πάντως η Βάνα είναι. Όχι γούρικη.
Απλά γενναιόδωρη.
Πως θα μπορούσε ποτέ να είναι η Μπάρμπα ‘τσιγκούνα’, όταν η
φύση της χάρισε τόσο απλόχερα καμπύλες, στήθος, χείλια και το
‘ένστικτο’ για το πώς να τα χρησιμοποιήσει ώστε να κάνει δυο γενιές
Ελλήνων να αναφωνούν ‘Δώσε και εμένα Μπάρμπα’;
Πως είναι δυνατόν να είναι μίζερη μια αναρχοαυτόνομη
16χρονη επαρχιωτοπούλα που προσγειώθηκε από το πουθενά στην Αθήνα της
μεταπολίτευσης, ‘τσαλαβούτησε’ στην γελοιότητα της εποχής της
βιντεοκασέτας και βρέθηκε μια ανάσα από το να κάνει ‘κοχονάτη’ καριέρα
έξω την εποχή του Mediterraneo; (κατ’εμέ, η 2η καλύτερη πόρνη της
νεότερης ιστορίας, μαζί με την Malena της Bellucci)
.
Ακόμη και αν αυτή την στιγμή σημαίνει ότι περνάει πιο
δύσκολα από ποτέ, οδηγώντας –όπως έχει δηλώσει η ίδια- το ίδιο
σαραβαλιασμένο Smart εδώ και 8 χρόνια, μένοντας με 20 ευρώ στην τσέπη ή
βρισκόμενη σε βαθιά κατάθλιψη όλο τον τελευταίο χρόνο.
Η ίδια φυσικά αντιμετωπίζει το ‘κακό’, όπως και οτιδήποτε άλλο στην ζωή της, κοιτάζοντάς το κατάματα και μιλώντας σε κάθε συνέντευξη που δίνει για αυτό. Χωρίς φόβο και, όπως πάντα, με περισσό πάθος.
Εκεί που θα συγκεντρώσει ιστορίες που έχει πει, όπως για
τον σεΐχη που την κυνηγούσε επί χρόνια ή όταν βρήκε τον βασιλιά της
Ισπανίας γονατιστό να της προσφέρει ένα μπουκέτο λουλούδια έξω από το
δωμάτιό της στην Λοζάνη. Και άλλες που θα σκότωνες για να μάθεις αν
ισχύουν.
Γιατί μπορεί εκείνη να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο τέλος
της διαδρομής της, εκεί που ‘δεν περίμενα ότι θα υπάρχει τόση μοναξιά
και τέτοιος κορεσμός’. Αλλά βγάζει μάτι ότι απλά πρόκειται για την
αφετηρία μιας καινούργιας. Εκεί όπου η Βάνα χαλαρώνει και αρχίζει να
μοιράζει μαθήματα ζωής.
Το ίδιο γενναιόδωρα με όπως μοιραζόταν κάποτε μαζί μας τις καμπύλες της.
’Όταν με κάλεσε ο Κακογιάννης να κάνω την «Ελένη» στο Ηρώδειο, του είχα πει: «Δάσκαλε, δεν με αγαπάτε και δεν μπορώ να έρθω να δουλέψω μαζί σας, γιατί εγώ είμαι ερασιτέχνης και χρειάζομαι κάποιον να με αγαπήσει». Το «όχι» δεν ήταν έπαρση, ήταν η επίγνωση της μετριότητας μου’’
.
‘Πάντα οι γυναίκες που είχαν ομορφιά έπρεπε να αποδείξουν
ότι έχουν και ταλέντο. Η ομορφιά είναι ταλέντο. Η Rita Hayworth, η
Monroe, τι υποκριτική είχαν;’
Πέρα από τις γραφικότητες περί sex symbol που και εκείνη
πλέον, στα 45 της, σιχαίνεται να ακούει, αυτό που θαυμάζω στην Βάνα
είναι το πάθος με το οποίο έζησε την ζωή της. Το γεγονός ότι ποτέ δεν
φοβήθηκε να σπάσει τα μούτρα της και ποτέ δεν δέχτηκε να γίνει σύζυγος
κάποιου για να βολευτεί.
’Έζησα δύο αξέχαστες δεκαετίες, ότι επιθύμησα το είχα.
Μεγαλώνοντας όμως έρχεσαι ξαφνικά αντιμέτωπος με σένα και λες ‘τώρα, τι
κάνω;’ Διότι ωραία, είχες μια συμπαθητική εμφάνιση που ήταν το όχημα.
Όμως κάποτε θες να προχωρήσεις σαν άνθρωπος. Και τότε το όχημα δεν
ξέρεις πού θα σε βγάλει’
Μια μαυρίλα που δεν έχει να κάνει με την κρίση, αλλά με
την ομορφιά της. Εκείνη που πλέον –ένεκα ηλικίας και παραπανίσιων κιλών-
δεν είναι το πρώτο πράγμα που προσέχεις πάνω της.Η ίδια φυσικά αντιμετωπίζει το ‘κακό’, όπως και οτιδήποτε άλλο στην ζωή της, κοιτάζοντάς το κατάματα και μιλώντας σε κάθε συνέντευξη που δίνει για αυτό. Χωρίς φόβο και, όπως πάντα, με περισσό πάθος.
'Έρχονται βέβαια καμιά φορά και μου λένε: ‘Πώς ήσασταν,
πώς γίνατε;’ ή ‘σας είδαμε στο βιντεοκλίπ του Πάριου, το Τόσα Γράμματα.
Τι όμορφη που ήσασταν τότε’. Μου έρχεται ένα μαχαίρι στην καρδιά, αλλά
χαμογελάω και λέω ‘έχεις δίκιο ρε φίλε, ήμουν όμορφη’. Θα ήθελα να κάνω
μια συμφωνία με τον διάβολο και να γεράσω με αξιοπρέπεια, να μη με
πονέσει πολύ’
Προσωπικά προτιμώ την τωρινή Βάνα από εκείνη που δήλωνε
–και ήταν απόλυτη αλήθεια- ’Δεν έχει φύγει ποτέ άντρας από την ζωή μου’.
Και περιμένω πως και πως πότε θα αποφασίσει να παλουκωθεί και να γράψει
την αυτοβιογραφία της.Το ίδιο γενναιόδωρα με όπως μοιραζόταν κάποτε μαζί μας τις καμπύλες της.
’Όταν με κάλεσε ο Κακογιάννης να κάνω την «Ελένη» στο Ηρώδειο, του είχα πει: «Δάσκαλε, δεν με αγαπάτε και δεν μπορώ να έρθω να δουλέψω μαζί σας, γιατί εγώ είμαι ερασιτέχνης και χρειάζομαι κάποιον να με αγαπήσει». Το «όχι» δεν ήταν έπαρση, ήταν η επίγνωση της μετριότητας μου’’