Βρετανική μελέτη, κατέληξε στο ..εξωφρενικό συμπέρασμα ότι οι γυναίκες που παίρνουν αντισυλληπτικά χάπια, μπορεί να κάνουν «κακή» επιλογή συντρόφου, την οποία ενδεχομένως δεν θα είχαν κάνει, εάν δεν ήταν κάτω από την επήρεια αντισυλληπτικών χαπιών.
Ως εκ τούτου το ζευγάρι μπορεί να συναντήσει δυσκολίες εάν η γυναίκα σταματήσει τα αντισυλληπτικά, καθώς η μυρωδιά – η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στην έλξη μεταξύ των δύο ατόμων – μπορεί να προκαλέσει έλλειψη ερωτικής έλξης μεταξύ των δύο συντρόφων, υποστηρίζει η έρευνα, που διεξήγαγε ο Dr. Craig Roberts από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ σε συνεργασία με συναδέλφους του από το Πανεπιστήμιο του Νιούκαστλ και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του έγκριτου επιστημονικού περιοδικού Proceedings of the Royal Society.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, λοιπόν, οι γυναίκες που λαμβάνουν αντισυλληπτικά επιλέγουν συντρόφους γενετικά ταυτόσημους μ’αυτές κάτι που αντενδείκνυται στην κατεύθυνση του να αποκτήσουν υγιή παιδιά, ενώ οι γυναίκες που επιλέγουν συντρόφους λιγότερο συμβατούς γενετικά με τις ίδιες, γεννούν παιδιά με ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα.
Το δείγμα της μελέτης ήταν 97 γυναίκες. Σε κάποιες από αυτές ζητήθηκε να επιλέξουν ανάμεσα σε δείγματα με ανδρικές μυρωδιές, χωρίς να έχουν πάρει αντισυλληπτικά χάπια, ενώ οι υπόλοιπες που μύρισαν τα δείγματα, είχαν ξεκινήσει τη λήψη αντισυλληπτικών χαπιών. Με βάση τα αποτελέσματα που προέκυψαν, οι γυναίκες που έκαναν χρήση φάνηκε ότι επέλεγαν μυρωδιές ανδρών που πλησίαζαν τη δική τους γενετική ταυτότητα.
Αυτά τα συμπεράσματα φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικά σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς καταδεικνύουν τις πολύ σημαντικές επιπτώσεις που έχει η λήψη αντισυλληπτικών στο ανθρώπινο είδος. Κι αυτό γιατί, όπως κατέληξαν οι επιστήμονες, η βιοποικιλότητα και η διαφορετικότητα είναι απαραίτητη για τη σωστή εξέλιξη του είδους. Ενώ αντίθετα τα ζευγάρια που εμφανίζουν γενετικές ομοιότητες, ενδεχομένως να έχουν σημαντικά προβλήματα γονιμότητας, ή να φέρουν στο κόσμο παιδιά με χαμηλής ποιότητας ανοσοποιητικό σύστημα.
Πώς επιλέγουμε συντροφο με βάση τα γονίδιά μας;
Το συμπέρασμα ότι «γονείς με διαφορετική γενετική ταυτότητα φέρνουν στο κόσμο πιο υγιή παιδιά», είχε προκύψει από παλαιότερη μελέτη. Σύμφωνα με την ερευνήτρια Raphaelle Chaix από το Εργαστήριο Ανθρωπολογίας και Εθνοβιολογίας του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας, τα παντρεμένα ζευγάρια εμφάνιζαν την τάση να έχουν επιλέξει για σύντροφό τους έναν άνθρωπο του οποίου τα γονίδια ΜΗC (δέκτες στην επιφάνεια των κυττάρων που ανιχνεύουν την παρέμβαση παθογόνων παραγόντων) ήταν διαφορετικά. Αυτή τη τάση του ανθρώπινης φύσης είναι και η ενδεδειγμένη, υποστηρίζει η επιστήμη, καθώς διαφορετικά ΜΗC γονίδια ανάμεσα στους συντρόφους, φέρνουν στον κόσμο παιδιά που κληρονομούν από τους γονείς τους μία μεγαλύτερη γκάμα δεκτών αντίστασης, σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενειών.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικούς πληθυσμούς. Στον αφρικανικό πληθυσμό, δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο αυτό, πιθανότατα λόγω της κοινωνικής προκατάληψης. Αντίθετα, στον αμερικανικό πληθυσμό, το φαινόμενο παρουσιαζόταν σε σημαντικό ποσοστό. Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι σε ορισμένους πληθυσμούς, και οι βιολογικοί παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου κατά τον ίδιο τρόπο με τους κοινωνικούς παράγοντες.