Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Όταν η μπάλα σταμάτησε για μία νύχτα τον πόλεμο


Παραμονή Χριστουγέννων του 1914. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μετρά τέσσερις μήνες, αλλά κάποιοι άνθρωποι παραμένουν πιστοί στο πνεύμα των ημερών, αν και βρίσκονται με ένα όπλο στο χέρι και πολεμούν. Βγαίνουν δειλά δειλά από τα χαρακώματα και γίνονται πρωταγωνιστές σε έναν αγώνα ζωής και ελπίδας, μετέχοντας σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα που έχει ξεπεράσει πια τα όρια του μύθου.


H ιστορία έρχεται να μας διδάξει πως το ποδόσφαιρο μπορεί να γίνει αφορμή για πόλεμο, αλλά και για ειρήνη. Η «ανακωχή των Χριστουγέννων» μπορεί για κάποιους να αποτελεί ένα ωραίο παραμύθι που αναδεικνύει τη διαφορετικότητα και την αδελφοσύνη που αναδύουν οι άγιες μέρες των γιορτών. Και οι πιο ισχυρές πολεμικές μηχανές του κόσμου αποφάσισαν να σταματήσουν την αλληλοεξόντωση για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού. 
Ολα ξεκίνησαν όταν μερικοί Γερμανοί στρατιώτες, κοντά στη βελγική πόλη Ιπρ, αποφάσισαν ότι θα ήταν καλή ιδέα να στολίσουν τη δική τους πλευρά των χαρακωμάτων. Ετσι, έβαλαν μικρά κεράκια πάνω στα δέντρα και άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι Βρετανοί άρχισαν κι αυτοί να τραγουδούν στη δική τους γλώσσα. Ολα αυτά συνέβαιναν ενώ η κάθε πλευρά ήταν κρυμμένη. Ο φόβος ότι αν κάποιος έκανε το πρώτο βήμα και άφηνε τη θέση του, θα είχε κάνει και το μοιραίο λάθος, παρέλυε τις αισθήσεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, κι ύστερα από λίγη ώρα άρχισαν και οι ανταλλαγές ευχών και δώρων ανάμεσα στους στρατιώτες, που σύντομα συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη. Ουίσκι, τσιγάρα και σοκολάτες άλλαζαν χέρια. «Αγκάλιαζα ανθρώπους που πριν από λίγη ώρα προσπαθούσα να τους σκοτώσω», είχε πει ένας Αγγλος στρατιώτης μιλώντας χρόνια αργότερα στο BBC. 
Μια μαρτυρία ενός Βέλγου αναφέρει: «Η ομίχλη είχε σχεδόν διαλυθεί, όταν άκουσα μια φωνή να λέει ότι Βρετανοί και Γερμανοί είχαν βγει από τα χαρακώματα και αντάλλασσαν δώρα. Σύντομα εμφανίστηκε ένας Σκωτσέζος στρατιώτης κρατώντας μια μπάλα ποδοσφαίρου, που φαινόταν καινούργια και έμοιαζε τελείως παράταιρη με το σκηνικό της μάχης. Μέσα σε λίγα λεπτά ο αγώνας είχε αρχίσει. Το να παίζεις πάνω στον πάγο δεν ήταν καθόλου εύκολο, παρ' όλα αυτά προσπαθήσαμε να μείνουμε πιστοί στους κανονισμούς». Και όλα αυτά χωρίς διαιτητή, παρακαλώ! Το παιχνίδι διήρκεσε μία ώρα και οι Γερμανοί τελικά νίκησαν 3-2. Τι σας θυμίζει αυτό; Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες, η αναμέτρηση έληξε άδοξα όταν η μπάλα έσκασε χτυπώντας σε συρματόπλεγμα. Οταν τελείωσε το ματς, οι δύο πλευρές πήραν πίσω από τη νεκρή ζώνη τους ανθρώπους που είχαν χάσει τη ζωή τους και τους έθαψαν με όλες τις τιμές που θα μπορούσαν να τους αποδώσουν υπό αυτές τις συνθήκες.  
Η ανακωχή στο βελγικό μέτωπο κράτησε μόνο για το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όμως σε άλλες περιοχές συνεχίστηκε μέχρι την Πρωτοχρονιά. Αυτά τα γεγονότα μαθεύτηκαν, όπως είναι φυσικό, πολύ γρήγορα και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες. Οι στρατηγοί της κάθε πλευράς δεν χάρηκαν ακούγοντας τα νέα. Τις επόμενες χρονιές ανήμερα των Χριστουγέννων διατάχθηκαν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί, ενώ οι στρατιώτες δεν έμεναν ποτέ σταθεροί σε ένα μέτωπο, ώστε να μην έρχονται κοντά με τους αντιπάλους τους. 
Το 1999, στο σημείο από όπου ξεκίνησε η ανακωχή στήθηκε ένας ξύλινος σταυρός, για να θυμίζει σε όλους εκείνο το βράδυ του 1914. Ο τελευταίος εν ζωή στρατιώτης που είχε πάρει μέρος στην ποδοσφαιρική αναμέτρηση, ο Σκωτσέζος Αλφρεντ Αντερσον, πέθανε το 2005 σε ηλικία 109 ετών. 
Αυτά τα γεγονότα έχουν λάβει πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Γράφτηκαν σε βιβλίο και έγιναν μέχρι και ταινία. Αλλοι λένε ότι το όλο σκηνικό κράτησε μόλις λίγα λεπτά, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν συνέβη ποτέ. Είναι, όμως, μια ωραία ιστορία, που φανερώνει το πνεύμα του ανθρώπου και το τι μπορεί να κάνει με την αγάπη και τη θέλησή του για ειρήνη. Θα ερχόταν μια μέρα που κάποιοι θα έχαναν το κουράγιο τους, που δεν θα έδειχναν συμπόνια στον συνάνθρωπό τους και θα πολεμούσαν μέχρι τέλους. Πιθανότατα του δικού τους τέλους. Εκείνη όμως την Αγια νύχτα γιόρταζε το ανθρώπινο πνεύμα.
* Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι χωρίς όρια» (Εκδόσεις Τόπος)