‘Ενας βοσκός ζούσε σε μια καλύβα κοντά σε κάποιο δάσος και λίγο πιο
μακρυά από το βουνό είχε το κοτέτσι του και το κοπάδι με τις κατσίκες.
Τη χρονιά εκεί η ξηρασία ήταν μεγάλη και δεν υπήρχε χορτάρι. Έτσι, ο
βοσκός αποφάσισε να πάει τις κατσίκες του στην κορυφή του βουνού, όπου η
υγρασία πιθανόν να ήταν μεγαλύτερη και όπου ήλπιζε να βρει δροσερό
χορτάρι για τα ζώα του.
Όταν έφτασε εκεί ψηλά, άφησε τα ζώα του να βοσκήσουν ώρες πολλές, ώσπου
νύχτωσε και αποφάσισε να κατέβει στην καλύβα του. Κατηφορίζοντας με το
κοπάδι του είδε μπροστά του μια μεγάλη αετοφωλιά. Πλησιάζοντας,
αντίκρισε δυο αετόπουλα, το ένα σκοτωμένο αφού είχε πέσει έξω από την
φωλιά, και το άλλο, αν και σάλευε, έδειχνε σοβαρά τραυματισμένο.
Ο βοσκός δεν συμπαθούσε καθόλου τους αετούς διότι τους θεωρούσε
εχθρικά πουλιά. Κάποτε είχαν επιτεθεί στις κατσίκες του και του είχαν
πάρει μια κότα. Λυπήθηκε όμως το τραυματισμένο πουλάκι και το πήρε μαζί
του στην καλύβα του. εκεί το περιποιήθηκε όπως μπορούσε και το τάιζε με
κομματάκια κρέας αφήνοντας τη φύση να κάνει τα υπόλοιπα. Το πουλί έγινε
καλά και άρχισε να μεγαλώνει, ώσπου έγινε ένας μεγάλος, εντυπωσιακός
αετός.
Από την στιγμή που το αετόπουλο ενηλικιώθηκε, τα πράγματα άλλαξαν. Ο
βοσκός, που ήταν περήφανος για το καλό που είχε κάνει, άρχισε να
ανησυχεί. Δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει τις εικόνες που είχαν
χαραχτεί στη μνήμη του για όσα είχαν κάνει στο παρελθόν οι αετοί στις
κατσίκες και στις κότες του.
Μια μέρα, ο βοσκός πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον αετό στο δάσος,
νομίζοντας ότι η φύση θα τον βοηθούσε πλέον να επιβιώσει μόνος του.
Τρεις φορές ο βοσκός άφησε τον αετό στο δάσος και τρεις φορές ο αετός τον ακολούθησε χοροπηδώντας στο έδαφος.
Ο βοσκός είχε απελπιστεί, δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε, του ήρθε μια τρελή ιδέα: να βάλει τον αετό στο κοτέτσι!
Μόλις οι κότες είδαν το μεγάλο αυτό πουλί που τόσο έτρεμαν,
αποτραβήχτηκαν τρομαγμένες. Όταν όμως είδαν που καθόταν ήσυχος και δεν
τις ενοχλούσε, σιγά σιγά συνήθισαν την παρουσία του. Τα χρόνια περνούσαν
και ο οικόσιτος αετός έμαθε να ζει σαν κότα.Έτρωγε ότι και οι κότες,
περπατούσε όπως οι κότες, μάλιστα έφτασε στο σημείο να κακαρίζει όπως
αυτές.
Κάποτε, λοιπόν, έφτασε στο χωριό ένας φυσιοδίφης που μελετούσε τους αετούς της περιοχής.
Περνώντας από την καλύβα του βοσκού, έμεινε με το στόμα ανοιχτό μόλις αντίκρισε το αλλόκοτο θέαμα: έναν αετό σε κοτέτσι!
Έτρεξε και χτύπησε με επιμονή την πόρτα του βοσκού, ο οποίος ακούγοντας τις φωνές βγήκε έξω τρομαγμένος.
“Ποιος είστε, τι θέλετε;”
“Σας ζητώ συγνώμη, είμαι φυσιοδίφης και μελετώ τους αετούς. Μα μόλις
πριν λίγο είδα κάτι ασυνήθιστο, έναν αετό να ζει μαζί με τις κότες!”.
Ο βοσκός κατάλαβε τον λόγο της έκπληξής του και τον κάλεσε στην καλύβα
του για να του διηγηθεί την ιστορία του:πως βρήκε, γιάτρεψε και μεγάλωσε
τον αετό μαζί με τις κότες.
Ο φυσιοδίφης άκουγε συνεπαρμένος, ώσπου κάποια στιγμή ένα απλό σχόλιο του βοσκού τον “τάραξε”.
“Όπως καταλαβαίνετε, φίλε μου, το πουλί έχει ζήσει τόσο καιρό με τις κότες, ώστε μέσα του δεν είναι πλέον παρά μια κότα”.
“Πραγματικά λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σας”, αποκρίθηκε ο φυσιοδίφης.
“Αφού διαφωνείτε, γιατί δεν μου το αποδεικνύετε, παίρνοντας τον αετό και προτρέποντάς τον να πετάξει:”.
Πράγματι ο φυσιοδίφης πήγε στο κοτέτσι, πήρε τον αετό κι έκανε το πρώτο
πράγμα που του ήρθε στο νου, τον πέταξε στον αέρα φωνάζοντας “Πέτα!”
Το ζώο έπεσε σαν μολύβι και κρύφτηκε σε μια γωνιά του κοτετσιού.
Ο βοσκός μόρφασε ειρωνικά, αλλά ο φυσιοδίφης δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Πήρε μια σκάλα και την στήριξε σ’ έναν από τους τοίχους της καλύβας.
Ξαναμπήκε στο κοτέτσι, έπιασε τον αετό και ανέβηκαν μαζί στη σκεπή. Από
εκεί άφησε τον αετό να φύγει, λέγοντας ξανά “Πέτα!”. Το καημένο το ζώο
έπεσε καταγής ξεπουπουλιασμένο και για μια στιγμή έμεινε ασάλευτο. Όταν
συνήλθε από την τρομάρα του, αμέσως κρύφτηκε στο κοτέτσι.
Τότε ο βοσκός του είπε:
” Αν συνεχίσεις έτσι, θα σκοτώσεις την κότα μου”.
Για κάποιο λόγο και παρά τις αποδείξεις για το αντίθετο και τις
επικρίσεις του βοσκού, ο φυσιοδίφης ήταν απολύτως βέβαιος πως το πνεύμα
ενός αετού δεν πεθαίνει ποτέ, γι’αυτό επέμεινε.
Ξάφνου, τράβηξε την προσοχή του κάτι.
“Τι είναι αυτό που φαίνεται στο βάθος;”.
“Η κορυφή του βουνού όπου βρήκα τον αετό. Γιατί;”.
“Διότι θα τον πάω εκεί, στο μέρος που γεννήθηκε και ίσως θυμηθεί τις ρίζες του και νιώσει ότι μπορεί να πετάξει”.
“Δεν είσαι με τα καλά σου, μου φαίνεται. Αρνείσαι να δεχτείς ότι έχεις άδικο”.
Ο φυσιοδίφης δεν είπε τίποτα, απλώς ανέλαβε δράση. Μπήκε ξανά στο
κοτέτσι, πήρε τον αετό και άρχισε να περπατά με το βλέμμα καρφωμένο στην
βουνοκορφή. Ο βοσκός άρπαξε ένα φανάρι και τον ακολούθησε. Όλη νύχτα
ανηφόριζαν το βουνό, με τον φυσιοδίφη να προσπαθεί να σκεφτεί τρόπους
για να ξυπνήσει το κοιμισμένο πνεύμα του αετού.
Όταν έφτασαν στην κορυφή όπου είχε γεννηθεί ο αετός, άρχισε να ξημερώνει
και τότε ο φυσιοδίφης πρόσεξε κάτι περίεργο: ο αετός κρυβόταν από τον
ήλιο.
Χωρίς καλά καλά να ξέρει γιατί, άρπαξε το πουλί από το λαιμό και το ανάγκασε να κοιτάξει τον ήλιο.
Τότε, ο αετός έκανε κάτι παράξενες κινήσεις, άνοιξε τα υπέροχα φτερά του και πέταξε.
Εκείνη τη μέρα ο αετός θυμήθηκε ποιος ήταν και ανέκτησε την πραγματική
του ταυτότητα, που δεν ήταν εκείνη της κότας αλλά του αετού!
[ Ο αετός δεν είναι καλύτερος από την κότα, αλλά βλέπει ογδόντα δυο φορές καλύτερα από αυτήν.
Επιπλέον, ο αετός βλέπει τοπία που μια κότα ούτε να ονειρευτεί δεν
μπορεί. Βέβαια, η ζωή μιας κότας είναι πιο άνετη, αφού έχει την τροφή
της εξασφαλισμένη, ενώ ο αετός πρέπει να κυνηγήσει΄ το τίμημα όμως που
πληρώνει ίσως είναι υπερβολικά υψηλό, αφού πρόκειται για την άσκηση της
ελευθερίας του.]
Βρες ξανά τον εαυτό σου
Μάριο Αλόνσο Πουτζ