Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Υπάρχει κάτι πολύ περίεργο στην ψυχολογία των Ελλήνων δημιουργών...

Υπάρχει κάτι πολύ περίεργο στην ψυχολογία των Ελλήνων δημιουργών, που με την πάροδο των ετών έχει γίνει τόσο προβλέψιμο και κοινότοπο, που απορώ πώς δεν το αντιλαμβάνονται και δεν το ξεπερνούν. Είναι η διακαής και τόσο μα τόσο έκδηλη αγωνία τους να φανούν εικονοκλαστικοί, η οποία, χωρίς να το καταλαβαίνουν, τους έχει σταδιακά ισοπεδώσει και τοποθετήσει σε μία ενιαία και απογοητευτικά ομοιογενή κλάση.
Με λίγα λόγια, η παιδαριώδης τους εμμονή με το όραμα της καινοτομίας και της διαφορετικότητας είναι τόσο άμετρη και πλασματική -μάλλον επειδή πηγάζει από ανασφάλεια και όχι από γνήσια έμπνευση- που έχει αποφέρει τα αντίθετα καλλιτεχνικά αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα. Μέσα στη φούρια τους να παράξουν κάτι στυλιζαρισμένα σοκαριστικό, μοιάζουν να ακολουθούν μίαν ορισμένη εικαστική και σεναριακή γραμμή, που κάποιος τους είπε ότι θα τους παράσχει κάθε δυνατό εχέγγυο για να κατοχυρωθούν εσαεί ως ταλαντούχοι και άμεμπτοι καλλιτέχνες/επαγγελματίες. Και το πιο αστείο είναι ότι παραδίδονται στα ίδια ελώδη μοτίβα σχεδόν ταυτόχρονα, λες και είναι συνεννοημένοι, πράγμα πολύ ειρωνικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το ζητούμενο εξαρχής ήταν να διακριθούν για τη μοναδικότητά τους.
ΣΥΜΠΤΩΜΑ 1: Το Σενάριο
Πότε θα γίνει αντιληπτό ότι η θεματική του μικροαστικού οικογενειακού δράματος έχει σταματήσει να είναι πρωτότυπη εδώ και καμιά δεκαετία; Προσοχή, δεν είμαι από αυτούς που αφορίζουν ολόκληρα είδη απλώς επειδή τυχαίνει να έχουν επαναληφθεί – η ανακύκλωση είναι απολύτως φυσιολογική, ευλόγως αναπόφευκτη και καθόλα θεμιτή. Τίποτα δεν δημιουργείται εν κενώ, τα πάντα έχουν μία ιστορική αφετηρία και οι συμπτώσεις είναι εξ αυτού αναμενόμενες. Το κακό επέρχεται, όμως, όταν περισσότεροι σκηνοθέτες αποφασίζουν να ασχοληθούν με την ίδια θεματολογία, υπό κοινό πρίσμα και ταυτόσημη αισθητική. Άραγε διακρίνουν την πανομοιότυπη μανιέρα και δεν τους πειράζει ή όντως πιστεύουν στην δυναμική και την αυθεντικότητα του προϊόντος τους; Για παράδειγμα, οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας είναι αναρίθμητες και δεδομένες, και μπορούμε όντως να τις αναδεύουμε κινηματογραφικά για αιώνες. Το ίδιο, όμως, μπορούμε να κάνουμε και με κάθε άλλη συνταγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μας πετύχει κιόλας ή ότι η προσκόλλησή μας θα έχει κάποιο γόνιμο αποτέλεσμα. Νομίζω ότι κάπου στην πορεία, το κοινό υπερέβη τους ακαδημαϊκούς στοχασμούς του καλλιτέχνη. Εμείς βιώσαμε την κάθαρση, αλλά οι σκηνοθέτες ακόμη παλεύουν με έναν δαίμονα που δεν μας αφορά πια.
ΣΥΜΠΤΩΜΑ 2: Οι Προβληματισμοί
Και πάλι ισχύει αυτό που ανέφερα παραπάνω. Οι προβληματισμοί του ατόμου είναι διαχρονικοί, τα ψεγάδια και τα ιδανικά της ανθρώπινης φύσης έχουν διαρκή παρουσία στην πορεία του στον χρόνο. Δεν μπαγιατεύουν όπως οι βάτες, οι μάξι φούστες και τα κίτρινα μποτάκια (που κι αυτά ακόμη επανεμφανίζονται ανά διαστήματα). Πόσο ακόμα, όμως, μπορούν να μας απασχολήσουν οι έννοιες της ενδοοικογενειακής υποκρισίας και ανελευθερίας, της σεξουαλικής καταπίεσης και του πατριαρχικού αυταρχισμού; Από την άλλη, πόσο ακόμα θα φτιάχνουμε ταινίες επί τη βάσει κάποιου απροσδιόριστου φιλοσοφικού αφαιρετισμού, τόσο αχανούς και άπιαστου, που ακόμα και ο εμπνευστής του τον περιγράφει σα να μη θέλει να τον περιγράψει; Δεν τα εμπεδώσαμε όλα αυτά με κάθε δυνατό τρόπο, ήδη; Γιατί είναι τόσο δύσκολο για μία φορά να καταπιαστούμε με κάτι πιο σύγχρονο και χειροπιαστό, χωρίς απαραίτητα να το συνδέσουμε με κάποιον εννοιολογικό κράχτη που ικανοποιεί τα κωλύματα του σκηνοθέτη και της άγιας χορείας του;
ΣΥΜΠΤΩΜΑ 3: Η Αισθητική
Στο πλαίσιο της φοβίας τους απέναντι σε οτιδήποτε μπορεί να τσαλακώσει την εικαστική αρτιότητα που ευαγγελίζονται, οι Έλληνες σκηνοθέτες είναι εγκλωβισμένοι σε μία στενή αντίληψη περί αισθητικής, της οποίας και παραμένουν δέσμιοι, μέχρι να παρασυρθούν από το επόμενο μεγάλο κύμα μονομανίας. Δεν ξέρω αν ο Κυνόδοντας εισήγαγε ή παγίωσε το trend των μουντών χρωμάτων, της ρετρό ευταξίας και της επιμελώς ατημέλητης στυλιστικής φόρμας, αλλά ξέρω ότι το χλιαρό αυτό στήσιμο είναι η προσχηματική δικλείδα έντεχνης ασφάλειας, για το ενδεχόμενο που θα τολμήσει κάποιος να συνδέσει ένα από τα έργα αυτού του τύπου με κάτι ποπ. Για ακόμη μία φορά όμως, η τυφλή προσήλωση σε έναν ορισμένο αγωγό έκφρασης, όσο αντισυμβατικά κι αν είναι τα χαρακτηριστικά του στην αρχή, δημιουργεί σχολές, δομές και καθεστώτα. Κι αυτό είναι βαρετό και ιδεολογικά αυτοαναιρούμενο. Σκηνοθέτες, μην περιμένετε να σας ξεπεράσουν οι εξελίξεις για να αλλάξετε, καθορίστε εσείς τον ρου της εξέλιξής σας.
ΣΥΜΠΤΩΜΑ 4: Οι Συμβολισμοί
Ναι ναι, ο κάθε δημιουργός αποστέλλει τα μηνύματα που αυτός κρίνει σκόπιμο να μεταδώσει, και ο κάθε δέκτης λαμβάνει τα νοήματα που η φαντασία και η παιδεία του, του επιτρέπουν να λάβει. Δεν κατάλαβα όμως ποτέ, γιατί η διαλεκτική σχέση πομπού-δέκτη πρέπει να είναι τόσο επιτηδευμένα σύνθετη και περίπλοκη. Είναι απαραίτητος ο διάχυτος σουρεαλισμός σε κάθε ελληνικό έργο και εξυπηρετεί πράγματι τόσο υψηλούς σκοπούς η μόνιμη διάσταση από την ωμή πραγματικότητα; Όλες οι διαπιστώσεις μοιάζουν να αποδίδονται με τον πιο έμμεσο τρόπο, η σημειολογία πραγματώνεται περισσότερο ως αυτοσκοπός παρά ως χρηστικό εκφραστικό εργαλείο. Οι Έλληνες δημιουργοί δείχνουν να φοβούνται διαρκώς μήπως το φως της αλήθειας τους απλουστεύσει, και γι’ αυτό περιχαρακώνονται σε εξεζητημένα και δυσνόητα σχήματα, σε μία προσπάθεια να προσδώσουν στο έργο τους το κύρος που αυτό μπορεί και να μην έχει. Η αμεσότητα και η απλότητα έχουν υποτιμηθεί – μάλλον επειδή είναι δυνητικά προσβάσιμες απ’ όλους. Για κάποιον λόγο είναι επονείδιστο έγκλημα να αποτελείς κτήμα των πάντων (ή έστω ενός κοινού ευρύτερου από μία περιορισμένη ελίτ). Και ίσως αυτό τελικά, να είναι το πρόβλημα των Ελλήνων δημιουργών. Είναι εκλεκτικοί χωρίς να είναι εκλεκτοί.
Νομίζω πως το ελληνικό σινεμά έχει πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά και γι’ αυτό τον λόγο έχει κατά κάποιον τρόπο χάσει τον δρόμο του. Η υστερική του απέχθεια για το Hollywood και ο δογματισμός της αποστειρωμένης κουλτούρας του έχουν στερήσει τη ζωντάνια και την παιδικότητα που χρειάζεται για να αυτοπροσδιοριστεί μέσα από ένα πιο επίκαιρο φίλτρο. Υπάρχει ανάγκη για μία εγχώρια βιομηχανία που θα απευθύνεται σε περισσότερα άτομα, όχι για εμπορικούς σκοπούς, ούτε για να κονιορτοποιήσει έναν ευγενή κλάδο τέχνης στον βωμό της πολιτιστικής μαζοποίησης, αλλά κυρίως για να εξοικειώσει τον κόσμο με ένα καλλιτεχνικό φάσμα που μέχρι στιγμής κρατάει τις αποστάσεις του.